σόκκος: Difference between revisions
From LSJ
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
(38) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sokkos | |Transliteration C=sokkos | ||
|Beta Code=so/kkos | |Beta Code=so/kkos | ||
|Definition=ὁ, | |Definition=ὁ, [[lasso]], Olymp.Hist.p.457 D. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, ΜΑ, και σόκος Μ<br />[[είδος]] βρόχου που χρησίμευε για τη [[σύλληψη]] και [[κατακρήμνιση]] ιππέων από τον ίππο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Στρατιωτικός όρος άγνωστης προέλευσης]. | |mltxt=ὁ, ΜΑ, και σόκος Μ<br />[[είδος]] βρόχου που χρησίμευε για τη [[σύλληψη]] και [[κατακρήμνιση]] ιππέων από τον ίππο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Στρατιωτικός όρος άγνωστης προέλευσης]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[lasso]] Malalas about the Huns.<br />Derivatives: [[σοκκεύω]] [[catch by the lasso]].<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unknown. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:37, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, lasso, Olymp.Hist.p.457 D.
Greek (Liddell-Scott)
σόκκος: ὁ, εἶδος βρόχου, δι’ οὗ ἐμπλέκονται καὶ κατακρημνίζονται οἱ ἱππεῖς, «σκάλα»· ― σοκκεύω, -ίζω, κάμνω χρῆσιν τοῦ σόκκου, Βυζ.· πρβλ. Chilmead. εἰς Μαλαλ. σ. 619. ἔκδ. Βόνν.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ, και σόκος Μ
είδος βρόχου που χρησίμευε για τη σύλληψη και κατακρήμνιση ιππέων από τον ίππο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Στρατιωτικός όρος άγνωστης προέλευσης].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: lasso Malalas about the Huns.
Derivatives: σοκκεύω catch by the lasso.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown.