σπόδιος: Difference between revisions
ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged
(38) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=spodios | |Transliteration C=spodios | ||
|Beta Code=spo/dios | |Beta Code=spo/dios | ||
|Definition=α, ον, < | |Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> [[ash-coloured]], [[grey]], ὄνος Semon. 7.43 (sed leg. [[σποδείης]]); αἶγες ''PHib.''1.120.9 (iii B.C.); [[χρῶμα]], of a [[dove]], Arist.''Fr.''347.<br><span class="bld">2</span> [[of the ashes]], [[epithet]] of [[Apollo]], Paus.9.11.7, 9.12.1 (vulg. [[Σπόνδιος]]). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0923.png Seite 923]] aschfarbig, grau; [[ὄνος]], Simonds. mul. 43, Arist. H. A. 8, 5. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0923.png Seite 923]] aschfarbig, grau; [[ὄνος]], Simonds. mul. 43, Arist. H. A. 8, 5. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σπόδιος:''' Arst. = [[σποδοειδής]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 10:40, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον,
A ash-coloured, grey, ὄνος Semon. 7.43 (sed leg. σποδείης); αἶγες PHib.1.120.9 (iii B.C.); χρῶμα, of a dove, Arist.Fr.347.
2 of the ashes, epithet of Apollo, Paus.9.11.7, 9.12.1 (vulg. Σπόνδιος).
German (Pape)
[Seite 923] aschfarbig, grau; ὄνος, Simonds. mul. 43, Arist. H. A. 8, 5.
Russian (Dvoretsky)
σπόδιος: Arst. = σποδοειδής.
Greek (Liddell-Scott)
σπόδιος: -α, -ον, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τῆς τέφρας, φαιός, «στακτερός», «ψαρός», ὄνος Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 43 (ἔνθα ὁ Bgk. σπόδειος), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 271. 2) ὁ ἀνήκων εἰς τέφραν, ἐκ τέφρας, ἐπίθετ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Παυσ. 9. 11, 7 (κοινῶς Σπόνδιος), 9. 39, 9. 3) μεταφορ., ἴδε σποδὸς IV.
Greek Monolingual
-ία, -ον, και σπόδειος, -ον, Α σποδός
1. αυτός που έχει το χρώμα της σποδού, της στάχτης, τεφρός, σταχτής (α. «σπόδιον χρῶμα», Αριστοτ.
β. «αἶγες σπόδιαι», πάπ.)
2. προσωνυμία του Απόλλωνος («βωμός ἐστιν Ἀπόλλωνος ἐπίκλησιν Σποδίου» [δ. γρφ. Σπονδίου], Παυσ.).