στρόφιγγα: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
(38)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[στρόφιγξ]], -ιγγος, ΝΑ, και, [[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν, [[στρόφιγξ]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> ο [[άξονας]] ή το [[σημείο]] όπου στρέφεται [[κάτι]], [[στροφέας]]<br /><b>2.</b> [[πώμα]] [[σωλήνα]] υγρού, [[μοχλός]] που ρυθμίζει τη ροή υγρού, [[κάνουλα]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι στρόφιγγες</i><br />μικροί μοχλοί που στρέφονται [[μέσα]] σε ακίνητη [[θήκη]] στο [[επάνω]] και [[κάτω]] [[τμήμα]] της θύρας, γίγγλυμοι, κν. μεντεσέδες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθένας]] από τους σπονδύλους της σπονδυλικής στήλης, [[γιατί]] μοιάζουν με στρόφιγγες [[πάνω]] στις οποίες στηρίζεται και κινείται το [[σώμα]] και περιστρέφεται το [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[στρόφιγξ]] γλώσσης»<br /><b>μτφ.</b> [[γλώσσα]] που κινείται με [[ευχέρεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>στροφός</i> ή [[στροφή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιγξ</i>, -<i>ιγγος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>φύσ</i>-<i>ιγξ</i>)].
|mltxt=η / [[στρόφιγξ]], -ιγγος, ΝΑ, και, [[κατά]] το Μέγα Ετυμολογικόν, [[στρόφιγξ]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> ο [[άξονας]] ή το [[σημείο]] όπου στρέφεται [[κάτι]], [[στροφέας]]<br /><b>2.</b> [[πώμα]] [[σωλήνα]] υγρού, [[μοχλός]] που ρυθμίζει τη ροή υγρού, [[κάνουλα]]<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι στρόφιγγες</i><br />μικροί μοχλοί που στρέφονται [[μέσα]] σε ακίνητη [[θήκη]] στο [[επάνω]] και [[κάτω]] [[τμήμα]] της θύρας, γίγγλυμοι, κν. μεντεσέδες<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καθένας]] από τους σπονδύλους της σπονδυλικής στήλης, [[γιατί]] μοιάζουν με στρόφιγγες [[πάνω]] στις οποίες στηρίζεται και κινείται το [[σώμα]] και περιστρέφεται το [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[στρόφιγξ]] γλώσσης»<br /><b>μτφ.</b> [[γλώσσα]] που κινείται με [[ευχέρεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>στροφός</i> ή [[στροφή]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ιγξ</i>, -<i>ιγγος</i> ([[πρβλ]]. [[φύσιγξ]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:25, 11 May 2023

Greek Monolingual

η / στρόφιγξ, -ιγγος, ΝΑ, και, κατά το Μέγα Ετυμολογικόν, στρόφιγξ, ὁ, Α
1. ο άξονας ή το σημείο όπου στρέφεται κάτι, στροφέας
2. πώμα σωλήνα υγρού, μοχλός που ρυθμίζει τη ροή υγρού, κάνουλα
3. στον πληθ. οι στρόφιγγες
μικροί μοχλοί που στρέφονται μέσα σε ακίνητη θήκη στο επάνω και κάτω τμήμα της θύρας, γίγγλυμοι, κν. μεντεσέδες
αρχ.
1. καθένας από τους σπονδύλους της σπονδυλικής στήλης, γιατί μοιάζουν με στρόφιγγες πάνω στις οποίες στηρίζεται και κινείται το σώμα και περιστρέφεται το κεφάλι
2. φρ. «στρόφιγξ γλώσσης»
μτφ. γλώσσα που κινείται με ευχέρεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στροφός ή στροφή + επίθημα -ιγξ, -ιγγος (πρβλ. φύσιγξ)].