συναπάντημα: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
(39) |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
(One intermediate revision by the same user not shown) | |
(No difference)
|
το, ΝΜ, και συναπάντεμα Ν συναπαντῶ
νεοελλ.
1. τυχαία συνάντηση
2. προϋπάντηση
3. καθετί που συναντά κανείς τυχαία
4. φρ. «καλό [ή κακό] συναπάντημα» — πρόσωπο ή πράγμα με το οποίο η τυχαία συνάντηση θεωρείται καλός [ή κακός] οιωνός
μσν.
1. συνωμοσία
2. δυσοίωνη συνάντηση.