συνειδητός: Difference between revisions

From LSJ

ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children

Source
(39)
 
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
(No difference)

Latest revision as of 20:05, 27 September 2022

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που γίνεται με συνείδηση, με επίγνωση («συνειδητή πράξη»)
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει πλήρη επίγνωση, πλήρη συναίσθηση του τί είναι ή του τί κάνει («συνειδητός δημοκράτης»)
3. το ουδ. ως ουσ. το συνειδητό
(ψυχανάλ.) σύστημα, δόμηση μέσω της οποίας πραγματοποιείται η συνειδητή νοητική δραστηριότητα.
επίρρ...
συνειδητά Ν
με συνείδηση, με επίγνωση («ό,τι έκανε το έκανε συνειδητά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συνειδη- του απρμφ. συνειδέναι του ρ. σύνοιδα «ξέρω, γνωρίζω» (πρβλ. συνείδηση, βλ. και λ. οἶδα). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο περιοδικό Φιλίστωρ].