συνειδητός: Difference between revisions
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
(39) |
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται με [[συνείδηση]], με [[επίγνωση]] («συνειδητή [[πράξη]]»)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει πλήρη [[επίγνωση]], πλήρη [[συναίσθηση]] του τί [[είναι]] ή του τί κάνει («[[συνειδητός]] [[δημοκράτης]]»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το συνειδητό</i><br /><b>(ψυχανάλ.)</b> [[σύστημα]], [[δόμηση]] μέσω της οποίας πραγματοποιείται η συνειδητή νοητική [[δραστηριότητα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συνειδητά</i> Ν<br />με [[συνείδηση]], με [[επίγνωση]] («ό,τι έκανε το έκανε συνειδητά»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>συνειδη</i>- του απρμφ. [[συνειδέναι]] του ρ. [[σύνοιδα]] «[[ξέρω]], [[γνωρίζω]]» (<b>πρβλ.</b> [[συνείδηση]], <b>βλ.</b> και λ. [[οἶδα]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο περιοδικό <i>Φιλίστωρ</i>]. | |mltxt=-ή, -ό, Ν<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται με [[συνείδηση]], με [[επίγνωση]] («συνειδητή [[πράξη]]»)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που έχει πλήρη [[επίγνωση]], πλήρη [[συναίσθηση]] του τί [[είναι]] ή του τί κάνει («[[συνειδητός]] [[δημοκράτης]]»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το συνειδητό</i><br /><b>(ψυχανάλ.)</b> [[σύστημα]], [[δόμηση]] μέσω της οποίας πραγματοποιείται η συνειδητή νοητική [[δραστηριότητα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συνειδητά</i> Ν<br />με [[συνείδηση]], με [[επίγνωση]] («ό,τι έκανε το έκανε συνειδητά»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>συνειδη</i>- του απρμφ. [[συνειδέναι]] του ρ. [[σύνοιδα]] «[[ξέρω]], [[γνωρίζω]]» (<b>πρβλ.</b> [[συνείδηση]], <b>βλ.</b> και λ. [[οἶδα]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο περιοδικό <i>Φιλίστωρ</i>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 20:05, 27 September 2022
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που γίνεται με συνείδηση, με επίγνωση («συνειδητή πράξη»)
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει πλήρη επίγνωση, πλήρη συναίσθηση του τί είναι ή του τί κάνει («συνειδητός δημοκράτης»)
3. το ουδ. ως ουσ. το συνειδητό
(ψυχανάλ.) σύστημα, δόμηση μέσω της οποίας πραγματοποιείται η συνειδητή νοητική δραστηριότητα.
επίρρ...
συνειδητά Ν
με συνείδηση, με επίγνωση («ό,τι έκανε το έκανε συνειδητά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συνειδη- του απρμφ. συνειδέναι του ρ. σύνοιδα «ξέρω, γνωρίζω» (πρβλ. συνείδηση, βλ. και λ. οἶδα). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο περιοδικό Φιλίστωρ].