φιλήμων: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
(45)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=filimon
|Transliteration C=filimon
|Beta Code=filh/mwn
|Beta Code=filh/mwn
|Definition=ον, gen. ονος, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">kindly, affectionate</b>, EM259.57: elsewh. as pr. n.</span>
|Definition=φιλήμον, gen. ονος, [[kindly]], [[affectionate]], EM259.57: elsewhere as pr. n.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ονος, ο / [[φιλήμων]], -ον, ΝΑ<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) <b>νεοελλ.</b> <b>ζωολ.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] γένους στρουθιόμορφων πτηνών<br /><b>αρχ.</b><br />[[ευγενικός]], [[φιλικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλῶ</i> «[[αγαπώ]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ -μων (<b>πρβλ.</b> <i>νοή</i>-<i>μων</i>). Ως όρος της ζωολ. η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>philemon</i>].
|mltxt=-ονος, ο / [[φιλήμων]], -ον, ΝΑ<br />(<b>[[λόγιος]] τ.</b>) <b>νεοελλ.</b> <b>ζωολ.</b> παλαιότερη [[ονομασία]] γένους στρουθιόμορφων πτηνών<br /><b>αρχ.</b><br />[[ευγενικός]], [[φιλικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλῶ</i> «[[αγαπώ]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ -μων ([[πρβλ]]. [[νοήμων]]). Ως όρος της ζωολ. η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>philemon</i>].
}}
}}

Latest revision as of 09:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φιλήμων Medium diacritics: φιλήμων Low diacritics: φιλήμων Capitals: ΦΙΛΗΜΩΝ
Transliteration A: philḗmōn Transliteration B: philēmōn Transliteration C: filimon Beta Code: filh/mwn

English (LSJ)

φιλήμον, gen. ονος, kindly, affectionate, EM259.57: elsewhere as pr. n.

Greek Monolingual

-ονος, ο / φιλήμων, -ον, ΝΑ
(λόγιος τ.) νεοελλ. ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους στρουθιόμορφων πτηνών
αρχ.
ευγενικός, φιλικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλῶ «αγαπώ» + κατάλ -μων (πρβλ. νοήμων). Ως όρος της ζωολ. η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. philemon].