χείλι: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(46)
 
m (Text replacement - ">" to ">")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, Ν<br />το [[χείλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει σχηματιστεί από το όν. [[χεῖλος]], μέσω ενός τ. πληθ. <i>χείλη</i>-<i>α</i> ([[αντί]] <i>χείλη</i>) &GT; <i>χείλια</i>, [[κατά]] το [[σχήμα]] [[μάτι]]: <i>μάτια</i> (<b>πρβλ.</b> [[στήθι]] <span style="color: red;"><</span> <i>στήθη</i>-<i>α</i> <span style="color: red;"><</span> [[στήθος]])].
|mltxt=το, Ν<br />το [[χείλος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. έχει σχηματιστεί από το όν. [[χεῖλος]], μέσω ενός τ. πληθ. <i>χείλη</i>-<i>α</i> ([[αντί]] <i>χείλη</i>) > <i>χείλια</i>, [[κατά]] το [[σχήμα]] [[μάτι]]: <i>μάτια</i> (<b>πρβλ.</b> [[στήθι]] <span style="color: red;"><</span> <i>στήθη</i>-<i>α</i> <span style="color: red;"><</span> [[στήθος]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:25, 15 January 2019

Greek Monolingual

το, Ν
το χείλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από το όν. χεῖλος, μέσω ενός τ. πληθ. χείλη-α (αντί χείλη) > χείλια, κατά το σχήμα μάτι: μάτια (πρβλ. στήθι < στήθη-α < στήθος)].