ὑπομέλας: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
(44) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ypomelas | |Transliteration C=ypomelas | ||
|Beta Code=u(pome/las | |Beta Code=u(pome/las | ||
|Definition= | |Definition=[[μέλαινα]], [[μέλαν]], [[blackish]], Hp.''Epid.''1.26.β, Gal.16.714, Aret.''SD''1.15. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:37, 25 August 2023
English (LSJ)
μέλαινα, μέλαν, blackish, Hp.Epid.1.26.β, Gal.16.714, Aret.SD1.15.
German (Pape)
[Seite 1225] -μέλαινα, -μέλαν, etwas schwarz, schwärzlich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπομέλᾱς: -μέλαινα, -μέλᾰν, ὀλίγον τι μέλας, μαυρειδερός, μελαψός, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ α΄ 969, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθῶν 1. 10
Greek Monolingual
-αινα, -αν / ὑπομέλας, -αινα, -αν, ΝΑ
μαυρειδερός
νεοελλ.
φρ. «υπομέλας τόπος»
ανατ. πυρήνας από χρωματιστά κύτταρα, ένας από κάθε πλευρά της 4ης κοιλίας στο άνω τμήμα της γέφυρας, με νευρομεταβιβαστή την νοραδρεναλίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + μέλας «μαύρος». Ως όρος της νεοελλ., η λ. αποτελεί απόδοση διεθνούς επιστημον. όρου, πρβλ. νεολατ. locus caeruleus].