τοιχοδόμος: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
(41)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br />[[τοιχοποιός]], [[κτίστης]] τοίχου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τοῖχος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[δέμω]] «[[κτίζω]], [[κατασκευάζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>οἰκο</i>-[[δόμος]]. Ο τ. απαντά και στη Μυκηναϊκή (<b>πρβλ.</b> μυκην. <i>toko</i>-<i>domo</i>)].
|mltxt=ο, ΝΑ<br />[[τοιχοποιός]], [[κτίστης]] τοίχου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τοῖχος]] <span style="color: red;">+</span> -[[δόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[δέμω]] «[[κτίζω]], [[κατασκευάζω]]»), [[πρβλ]]. [[οἰκοδόμος]]. Ο τ. απαντά και στη Μυκηναϊκή (<b>πρβλ.</b> μυκην. <i>toko</i>-<i>domo</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 13:20, 25 August 2021

Greek (Liddell-Scott)

τοιχοδόμος: ὁ, ὁ κτίζων τοίχους, κτίστης, Διονύσ. Ἀλεξ. τ. 4, σ. 348.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
τοιχοποιός, κτίστης τοίχου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + -δόμος (< δόμος < δέμω «κτίζω, κατασκευάζω»), πρβλ. οἰκοδόμος. Ο τ. απαντά και στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. toko-domo)].