υπομνηματίζω: Difference between revisions
From LSJ
Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu
(44) |
m (Text replacement - "ταῑς " to "ταῖς ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὑπομνηματίζω]], ΝΑ [[ὑπόμνημα]], -<i>ατος</i>]<br />[[συντάσσω]] ερμηνευτικές σημειώσεις σε [[κείμενα]] συγγραφέων, [[σχολιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />([[κυρίως]] μέσ. και παθ.) [[ὑπομνηματίζομαι]]<br />α) [[συγγράφω]] απομνημονεύματα («τὰ δ' ἐν τῷ περὶ ψυχῆς διαλόγῳ ῥηθέντα κατ' ἰδίαν ὑπομνηματισάμενός σοι παρέξομαι», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) [[εκθέτω]] εγγράφως<br />γ) [[γράφω]] από μνήμης σημειώσεις σχετικά με γεγονότα, με συμβάντα («οἱ τὰ κατὰ καιροὺς ἐν | |mltxt=[[ὑπομνηματίζω]], ΝΑ [[ὑπόμνημα]], -<i>ατος</i>]<br />[[συντάσσω]] ερμηνευτικές σημειώσεις σε [[κείμενα]] συγγραφέων, [[σχολιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br />([[κυρίως]] μέσ. και παθ.) [[ὑπομνηματίζομαι]]<br />α) [[συγγράφω]] απομνημονεύματα («τὰ δ' ἐν τῷ περὶ ψυχῆς διαλόγῳ ῥηθέντα κατ' ἰδίαν ὑπομνηματισάμενός σοι παρέξομαι», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) [[εκθέτω]] εγγράφως<br />γ) [[γράφω]] από μνήμης σημειώσεις σχετικά με γεγονότα, με συμβάντα («οἱ τὰ κατὰ καιροὺς ἐν ταῖς χρονογραφίαις ὑπομνηματιζόμενοι», <b>Πολ.</b>)<br />δ) [[συγγράφω]] ερμηνευτικά σχόλια σε [[σύγγραμμα]], [[ερμηνεύω]], [[σχολιάζω]]<br />ε) [[συντάσσω]] [[πραγματεία]] σχετικά με ένα [[θέμα]] («περὶ τῶν ἐν τοῖς Πυρρωνείοις ὑπομνηματιζόμενοι διεξῄειμεν», Σέξτ. Εμπ.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:00, 27 March 2021
Greek Monolingual
ὑπομνηματίζω, ΝΑ ὑπόμνημα, -ατος]
συντάσσω ερμηνευτικές σημειώσεις σε κείμενα συγγραφέων, σχολιάζω
αρχ.
(κυρίως μέσ. και παθ.) ὑπομνηματίζομαι
α) συγγράφω απομνημονεύματα («τὰ δ' ἐν τῷ περὶ ψυχῆς διαλόγῳ ῥηθέντα κατ' ἰδίαν ὑπομνηματισάμενός σοι παρέξομαι», Πλούτ.)
β) εκθέτω εγγράφως
γ) γράφω από μνήμης σημειώσεις σχετικά με γεγονότα, με συμβάντα («οἱ τὰ κατὰ καιροὺς ἐν ταῖς χρονογραφίαις ὑπομνηματιζόμενοι», Πολ.)
δ) συγγράφω ερμηνευτικά σχόλια σε σύγγραμμα, ερμηνεύω, σχολιάζω
ε) συντάσσω πραγματεία σχετικά με ένα θέμα («περὶ τῶν ἐν τοῖς Πυρρωνείοις ὑπομνηματιζόμενοι διεξῄειμεν», Σέξτ. Εμπ.).