ὑπομονητικός: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false

Source
(44)
m (LSJ2 replacement)
 
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=ὑπομονητικός
|Medium diacritics=ὑπομονητικός
|Low diacritics=υπομονητικός
|Capitals=ΥΠΟΜΟΝΗΤΙΚΟΣ
|Transliteration A=hypomonētikós
|Transliteration B=hypomonētikos
|Transliteration C=ypomonitikos
|Beta Code=u(pomonhtiko/s
|Definition=v. [[ὑπομενητικός]]
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1226.png Seite 1226]] ή, όν, = [[ὑπομενητικός]], Arist. virt. et vit. 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1226.png Seite 1226]] ή, όν, = [[ὑπομενητικός]], Arist. virt. et vit. 5.

Latest revision as of 10:49, 31 January 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπομονητικός Medium diacritics: ὑπομονητικός Low diacritics: υπομονητικός Capitals: ΥΠΟΜΟΝΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hypomonētikós Transliteration B: hypomonētikos Transliteration C: ypomonitikos Beta Code: u(pomonhtiko/s

English (LSJ)

v. ὑπομενητικός

German (Pape)

[Seite 1226] ή, όν, = ὑπομενητικός, Arist. virt. et vit. 5.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑπομονητικός, -ή, -όν, ΝΑ, και υπομονετικός, Ν ὑπομονή
αυτός που έχει υπομονή, καρτερικός
νεοελλ.
1. ήρεμος, ψύχραιμος
2. (ιδίως σχετικά με προσβολές) ανεκτικός.
επίρρ...
υπομονητικώς / ὑπομονητικῶς ΝΑ, και υπομονητικά Ν
με εγκαρτέρηση, υπομονή.