φρυδάς: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(45)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. φρυδού, Ν<br />αυτός που έχει μεγάλα και [[πυκνά]] φρύδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρύδι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>χειλ</i>-<i>άς</i>)].
|mltxt=ο, θηλ. φρυδού, Ν<br />αυτός που έχει μεγάλα και [[πυκνά]] φρύδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρύδι]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i> ([[πρβλ]]. [[χειλάς]])].
}}
}}

Latest revision as of 16:50, 11 May 2023

Greek Monolingual

ο, θηλ. φρυδού, Ν
αυτός που έχει μεγάλα και πυκνά φρύδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρύδι + κατάλ. -άς (πρβλ. χειλάς)].