τετράκλιμος: Difference between revisions

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
(41)
m (Text replacement - "πᾱσα" to "πᾶσα")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Μ<br /><b>1.</b> αυτός που εκτείνεται [[προς]] όλα τα μέρη του ορίζοντα<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[τετράκλιμος]]<br />(ενν. [[χώρα]]) τα [[τέσσερα]] [[σημεία]] του ορίζοντα, όλη η γη («πᾱσαν τὴν τετράκλιμον διελθών», Νικ. Χων.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλιμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλῖμα]] «[[σημείο]] του ορίζοντα»)].
|mltxt=-ον, Μ<br /><b>1.</b> αυτός που εκτείνεται [[προς]] όλα τα μέρη του ορίζοντα<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[τετράκλιμος]]<br />(ενν. [[χώρα]]) τα [[τέσσερα]] [[σημεία]] του ορίζοντα, όλη η γη («πᾶσαν τὴν τετράκλιμον διελθών», Νικ. Χων.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλιμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλῖμα]] «[[σημείο]] του ορίζοντα»)].
}}
}}

Latest revision as of 16:10, 8 May 2022

German (Pape)

[Seite 1097] nach od. unter allen vier Himmelsstrichen, Nicet.

Greek (Liddell-Scott)

τετράκλῐμος: (χώρα), ἡ τὰ τέσσαρα σημεῖα τοῦ ὁρίζοντος, Νικήτ. 376Β.

Greek Monolingual

-ον, Μ
1. αυτός που εκτείνεται προς όλα τα μέρη του ορίζοντα
2. το θηλ. ως ουσ.τετράκλιμος
(ενν. χώρα) τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, όλη η γη («πᾶσαν τὴν τετράκλιμον διελθών», Νικ. Χων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -κλιμος (< κλῖμα «σημείο του ορίζοντα»)].