φλυαρώ: Difference between revisions
(45) |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=φλυαρῶ, -έω, ΝΑ, και ιων. τ. φλυηρῶ Α<br />λέω [[πολλά]] και περιττά, λέω φλυαρίες, [[είμαι]] [[φλύαρος]], [[είμαι]] [[πολυλογάς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συζητώ]] ασήμαντα πράγματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[ξεστομίζω]] πολλές ανοησίες εις [[βάρος]] ενός ατόμου<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ενεργώ]] με ανόητο τρόπο<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i> | |mltxt=φλυαρῶ, -έω, ΝΑ, και ιων. τ. φλυηρῶ Α<br />λέω [[πολλά]] και περιττά, λέω φλυαρίες, [[είμαι]] [[φλύαρος]], [[είμαι]] [[πολυλογάς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συζητώ]] ασήμαντα πράγματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[ξεστομίζω]] πολλές ανοησίες εις [[βάρος]] ενός ατόμου<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ενεργώ]] με ανόητο τρόπο<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>φλυαροῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />εμπαίζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για μετονοματικό παρ. της λ. [[φλύαρος]] (Ι). Έχει διατυπωθεί, [[ωστόσο]], και η [[άποψη]] ότι το ρ. <i>φλυαρῶ</i> έχει προέλθει απευθείας από το ρ. [[φλύω]] με κάποια δυσερμήνευτη εκφραστική [[παρέκταση]] (<b>βλ. λ.</b> [[φλύαρος]][II]). Το -<i>η</i>- του τ. <i>φλυηρῶ</i>, [[αντί]] του μακρού -<i>ᾱ</i>-, που έχει διατηρηθεί σε όλους τους τ. της οικογένειας αυτής, οφείλεται πιθ. σε μια [[γενίκευση]] της τάσης της Ιωνικής να αντικαθιστά το -<i>α</i>- με -<i>η</i>-]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:35, 24 October 2020
Greek Monolingual
φλυαρῶ, -έω, ΝΑ, και ιων. τ. φλυηρῶ Α
λέω πολλά και περιττά, λέω φλυαρίες, είμαι φλύαρος, είμαι πολυλογάς
νεοελλ.
1. συζητώ ασήμαντα πράγματα
αρχ.
1. (μτβ.) ξεστομίζω πολλές ανοησίες εις βάρος ενός ατόμου
2. (κατ' επέκτ.) ενεργώ με ανόητο τρόπο
3. παθ. φλυαροῦμαι, -έομαι
εμπαίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μετονοματικό παρ. της λ. φλύαρος (Ι). Έχει διατυπωθεί, ωστόσο, και η άποψη ότι το ρ. φλυαρῶ έχει προέλθει απευθείας από το ρ. φλύω με κάποια δυσερμήνευτη εκφραστική παρέκταση (βλ. λ. φλύαρος[II]). Το -η- του τ. φλυηρῶ, αντί του μακρού -ᾱ-, που έχει διατηρηθεί σε όλους τους τ. της οικογένειας αυτής, οφείλεται πιθ. σε μια γενίκευση της τάσης της Ιωνικής να αντικαθιστά το -α- με -η-].