φρούδος: Difference between revisions
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
(45) |
m (Text replacement - "πᾱς" to "πᾶς") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο / | |mltxt=-α, -ο / [[φροῦδος]], -ούδη, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Α<br />[[μάταιος]], [[ανώφελος]], [[άχρηστος]] (α. «φρούδες ελπίδες» β. «λόγοι πρὸς αἰθέρα φροῦδοι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «εἰς φροῦδον» — σε [[καταστροφή]], σε αφανισμό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει εξαφανιστεί, που έχει γίνει [[άφαντος]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) α) αυτός που έχει αναχωρήσει, που έχει φύγει, [[φευγάτος]] («φροῦδος... δόμων ἄπο», <b>Ευρ.</b>)<br />β) αυτός που έχει απωλεσθεί, [[χαμένος]], καταστρεμμένος («εἰ τοῦτο γὰρ δὴ φροῦδος εἰμι πᾶς ἐγώ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «φροῦδος ἀπληστίας» — απαλλαγμένος από την [[απληστία]] (Κλήμ. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. «εκ συναρπαγής», σχηματισμένο από τη φρ. <i>πρὸ ὁδοῦ</i> (<b>πρβλ.</b> τον στ. της <i>Ιλιάδας</i> Δ 382 <i>οἱ δ</i>' [[ἐπεὶ]] οὖν ᾤχοντο ἰδὲ πρὸ ὁδοῦ ἐγένοντο</i>), με [[πρόληψη]] της δασύτητας και [[κράση]]: <i>πρὸ ὁδοῦ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>προhοδος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>πhρο</i>-<i>οδος</i> <span style="color: red;"><</span> [[φροῦδος]] (<b>βλ.</b> και λ. [[φρουρός]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:40, 29 October 2022
Greek Monolingual
-α, -ο / φροῦδος, -ούδη, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος Α
μάταιος, ανώφελος, άχρηστος (α. «φρούδες ελπίδες» β. «λόγοι πρὸς αἰθέρα φροῦδοι», Ευρ.)
μσν.
φρ. «εἰς φροῦδον» — σε καταστροφή, σε αφανισμό
αρχ.
1. αυτός που έχει εξαφανιστεί, που έχει γίνει άφαντος
2. (για πρόσ.) α) αυτός που έχει αναχωρήσει, που έχει φύγει, φευγάτος («φροῦδος... δόμων ἄπο», Ευρ.)
β) αυτός που έχει απωλεσθεί, χαμένος, καταστρεμμένος («εἰ τοῦτο γὰρ δὴ φροῦδος εἰμι πᾶς ἐγώ», Ευρ.)
3. φρ. «φροῦδος ἀπληστίας» — απαλλαγμένος από την απληστία (Κλήμ. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής», σχηματισμένο από τη φρ. πρὸ ὁδοῦ (πρβλ. τον στ. της Ιλιάδας Δ 382 οἱ δ' ἐπεὶ οὖν ᾤχοντο ἰδὲ πρὸ ὁδοῦ ἐγένοντο), με πρόληψη της δασύτητας και κράση: πρὸ ὁδοῦ < προhοδος < πhρο-οδος < φροῦδος (βλ. και λ. φρουρός)].