υποθάλπω: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal

Source
(43)
 
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑποθάλπω]], ΝΑ [[θάλπω]]<br /><b>1.</b> [[θερμαίνω]] [[κάτι]] [[ελαφρώς]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συμβάλλω]], [[χωρίς]] να [[φαίνομαι]], στη [[διατήρηση]] ή στην [[έξαψη]] ενός συναισθήματος ή πάθους, [[υποδαυλίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συντηρώ]] ή [[τροφοδοτώ]] κάποιον [[κρυφά]] («[[υποθάλπω]] ληστή»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]]) [[θερμαίνω]] λίγο [[κάτι]] το οποίο [[κρατώ]] καλυμμένο («τέφρῃ πῡρ ὑποθαλπόμενον», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διεγείρω]], [[ερεθίζω]] κάποιον («ὑπό μ' αὖ [[σφάκελος]] καὶ φρενοπληγεῑς μανίαι θάλπουσιν», <b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=[[ὑποθάλπω]], ΝΑ [[θάλπω]]<br /><b>1.</b> [[θερμαίνω]] [[κάτι]] [[ελαφρώς]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[συμβάλλω]], [[χωρίς]] να [[φαίνομαι]], στη [[διατήρηση]] ή στην [[έξαψη]] ενός συναισθήματος ή πάθους, [[υποδαυλίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συντηρώ]] ή [[τροφοδοτώ]] κάποιον [[κρυφά]] («[[υποθάλπω]] ληστή»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]]) [[θερμαίνω]] λίγο [[κάτι]] το οποίο [[κρατώ]] καλυμμένο («τέφρῃ πῡρ ὑποθαλπόμενον», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[διεγείρω]], [[ερεθίζω]] κάποιον («ὑπό μ' αὖ [[σφάκελος]] καὶ φρενοπληγεῖς μανίαι θάλπουσιν», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 09:15, 13 October 2022

Greek Monolingual

ὑποθάλπω, ΝΑ θάλπω
1. θερμαίνω κάτι ελαφρώς
2. μτφ. συμβάλλω, χωρίς να φαίνομαι, στη διατήρηση ή στην έξαψη ενός συναισθήματος ή πάθους, υποδαυλίζω
νεοελλ.
συντηρώ ή τροφοδοτώ κάποιον κρυφάυποθάλπω ληστή»)
αρχ.
1. (ιδίως) θερμαίνω λίγο κάτι το οποίο κρατώ καλυμμένο («τέφρῃ πῡρ ὑποθαλπόμενον», Ανθ. Παλ.)
2. μτφ. διεγείρω, ερεθίζω κάποιον («ὑπό μ' αὖ σφάκελος καὶ φρενοπληγεῖς μανίαι θάλπουσιν», Αισχύλ.).