σχοινίτης: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
(40)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, θηλ. σχοινῑτις, -ίτιδος, Α<br />κατασκευασμένος από σχοίνους ή από [[βούρλα]], [[σχοίνινος]] («ἐν καλύβῃ σχοινίτιδι», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχοῖνος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] / -<i>ῖτις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σελην</i>-[[ίτης]])].
|mltxt=ὁ, θηλ. σχοινῖτις, -ίτιδος, Α<br />κατασκευασμένος από σχοίνους ή από [[βούρλα]], [[σχοίνινος]] («ἐν καλύβῃ σχοινίτιδι», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχοῖνος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] / -<i>ῖτις</i> ([[πρβλ]]. [[σεληνίτης]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:49, 6 February 2024

German (Pape)

[Seite 1057] ὁ, lem. σχοινῖτις, von Binsen gemacht, καλύβη, Leon. Tar. 91 (VII, 295).

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. σχοινῖτις, -ίτιδος, Α
κατασκευασμένος από σχοίνους ή από βούρλα, σχοίνινος («ἐν καλύβῃ σχοινίτιδι», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + επίθημα -ίτης / -ῖτις (πρβλ. σεληνίτης)].