υάλωμα: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(42) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / [[ὑάλωμα]], -ώματος, ΝΜ<br />οφθαλμική [[πάθηση]] τών αλόγων παρόμοια με το [[γλαύκωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υάλωση]]<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών γυάλινων τμημάτων ενός οικοδομήματος, τα [[τζαμικά]]<br /><b>3.</b> το [[υαλογράφημα]]<br /><b>4.</b> το [[εφυάλωμα]], το [[σμάλτο]]<br /><b>5.</b> <b>ιατρ.</b> σπάνια [[δερματοπάθεια]] χαρακτηριζόμενη από τον σχηματισμό μικρών διαφανών ογκιδίων, λόγω υαλοειδούς εκφυλίσεως της επιδερμίδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕαλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ωμα</i> ( | |mltxt=το / [[ὑάλωμα]], -ώματος, ΝΜ<br />οφθαλμική [[πάθηση]] τών αλόγων παρόμοια με το [[γλαύκωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υάλωση]]<br /><b>2.</b> το [[σύνολο]] τών γυάλινων τμημάτων ενός οικοδομήματος, τα [[τζαμικά]]<br /><b>3.</b> το [[υαλογράφημα]]<br /><b>4.</b> το [[εφυάλωμα]], το [[σμάλτο]]<br /><b>5.</b> <b>ιατρ.</b> σπάνια [[δερματοπάθεια]] χαρακτηριζόμενη από τον σχηματισμό μικρών διαφανών ογκιδίων, λόγω υαλοειδούς εκφυλίσεως της επιδερμίδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕαλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ωμα</i> ([[πρβλ]]. [[γλαύκωμα]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:55, 11 May 2023
Greek Monolingual
το / ὑάλωμα, -ώματος, ΝΜ
οφθαλμική πάθηση τών αλόγων παρόμοια με το γλαύκωμα
νεοελλ.
1. υάλωση
2. το σύνολο τών γυάλινων τμημάτων ενός οικοδομήματος, τα τζαμικά
3. το υαλογράφημα
4. το εφυάλωμα, το σμάλτο
5. ιατρ. σπάνια δερματοπάθεια χαρακτηριζόμενη από τον σχηματισμό μικρών διαφανών ογκιδίων, λόγω υαλοειδούς εκφυλίσεως της επιδερμίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος + κατάλ. -ωμα (πρβλ. γλαύκωμα)].