ὑποτροπιάζω: Difference between revisions

From LSJ

αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Source
(44)
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypotropiazo
|Transliteration C=ypotropiazo
|Beta Code=u(potropia/zw
|Beta Code=u(potropia/zw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">return again, recur</b>, esp. of an illness, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>4.61</span>, <span class="bibl"><span class="title">Int.</span>2</span>, al.; ἐπὶ τὴν ἀρχαίαν ὑ. νόσον <span class="bibl">Ph.1.459</span>.</span>
|Definition=[[return again]], [[recur]], especially of an illness, Hp.''Aph.''4.61, ''Int.''2, al.; ἐπὶ τὴν ἀρχαίαν ὑ. νόσον Ph.1.459.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑποτροπιάζω]] ΝΑ [[ὑποτροπή]]<br />(για νόσο) [[επανέρχομαι]], εμφανίζομαι καθ' υποτροπήν, επανεμφανίζομαι (α. «[[πρέπει]] να ακολουθεί αυστηρά τη [[φαρμακευτική]] [[αγωγή]], [[γιατί]] το [[έλκος]] του μπορεί να υποτροπιάσει» β. «ὑποτροπιάζειν<br />[[ὅταν]] πεπαυμένης τῆς νόσου [[πάλιν]] ἐπινοσῇ τις», Φρύν.).
|mltxt=[[ὑποτροπιάζω]] ΝΑ [[ὑποτροπή]]<br />(για νόσο) [[επανέρχομαι]], εμφανίζομαι καθ' υποτροπήν, επανεμφανίζομαι (α. «[[πρέπει]] να ακολουθεί αυστηρά τη [[φαρμακευτική]] [[αγωγή]], [[γιατί]] το [[έλκος]] του μπορεί να υποτροπιάσει» β. «ὑποτροπιάζειν<br />[[ὅταν]] πεπαυμένης τῆς νόσου [[πάλιν]] ἐπινοσῇ τις», Φρύν.).
}}
{{pape
|ptext=<i>[[zurückkehren]]</i>, bes. von <i>Rückfällen einer [[Krankheit]]</i>, Hippocr. und sp. Medic.
}}
}}

Latest revision as of 11:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτροπιάζω Medium diacritics: ὑποτροπιάζω Low diacritics: υποτροπιάζω Capitals: ΥΠΟΤΡΟΠΙΑΖΩ
Transliteration A: hypotropiázō Transliteration B: hypotropiazō Transliteration C: ypotropiazo Beta Code: u(potropia/zw

English (LSJ)

return again, recur, especially of an illness, Hp.Aph.4.61, Int.2, al.; ἐπὶ τὴν ἀρχαίαν ὑ. νόσον Ph.1.459.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτροπιάζω: ὑποστρέφω, ἐπανέρχομαι, μάλιστα ἐπὶ νόσου, Λατ. recidiva fieri, Ἱππ. Ἀφορ. 1251, πρβλ. 533, 9, κλπ.

Greek Monolingual

ὑποτροπιάζω ΝΑ ὑποτροπή
(για νόσο) επανέρχομαι, εμφανίζομαι καθ' υποτροπήν, επανεμφανίζομαι (α. «πρέπει να ακολουθεί αυστηρά τη φαρμακευτική αγωγή, γιατί το έλκος του μπορεί να υποτροπιάσει» β. «ὑποτροπιάζειν
ὅταν πεπαυμένης τῆς νόσου πάλιν ἐπινοσῇ τις», Φρύν.).

German (Pape)

zurückkehren, bes. von Rückfällen einer Krankheit, Hippocr. und sp. Medic.