φίμωση: Difference between revisions
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
(45) |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[φίμωσις]], -ώσεως, ἡ, ΝΜΑ<br />[[φιμῶ | |mltxt=η / [[φίμωσις]], -ώσεως, ἡ, ΝΜΑ<br />[[φιμῶ]] / -ώνω<br /><b>1.</b> [[έμφραξη]] πόρου, [[κλείσιμο]] διόδου<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[στένωση]] της πόσθης του πέους, που εμποδίζει την [[έξοδο]] της βαλάνου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εφαρμογή]] φιμώτρου<br /><b>2.</b> το [[κλείσιμο]] του στόματος κάποιου με ειδικό [[μέσο]] ώστε να μην μπορεί να μιλάει<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[απαγόρευση]] της ελευθερίας του λόγου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον θάνατο) [[σίγαση]]<br /><b>2.</b> [[παύση]] της λειτουργίας. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[phimosis]]=== | |||
Catalan: fimosi; Chinese Mandarin: 包莖/包茎; Czech: fimóza; Dutch: [[voorhuidsvernauwing]]; Esperanto: fimozo; Faroese: likkutútur; Finnish: fimoosi; French: [[phimosis]]; German: [[Phimose]]; Ancient Greek: [[φίμωσις]]; Hungarian: fitymaszűkület; Italian: [[fimosi]]; Japanese: 包茎; Latin: [[phimosis]]; Polish: stulejka; Portuguese: [[fimose]]; Russian: [[фимоз]]; Spanish: [[fimosis]] | |||
ar: شبم; ast: fimosis; be: фімоз; bg: фимоза; bn: ফাইমোসিস; ca: fimosi; cs: fimóza; da: forhudsforsnævring; de: [[Phimose]]; el: [[φίμωση]]; en: [[phimosis]]; eo: fimozo; es: [[fimosis]]; eu: fimosi; fa: فیموزیس; fi: ahdas esinahka; fr: [[phimosis]]; he: פימוזיס; hi: फाइमोसिस; hr: fimoza; hu: fitymaszűkület; hy: ֆիմոզ; id: fimosis; it: [[fimosi]]; ja: 包茎; ko: 포경; ky: фимоз; lt: fimozė; mk: фимоза; mr: फायमॉसिस; nds: phimoos; nl: [[fimosis]]; no: fimose; or: ଫାଇମୋସିସ; pl: stulejka; pt: [[fimose]]; ro: fimoză; ru: [[фимоз]]; scn: fimosi; sh: fimoza; sk: fimóza; sr: фимоза; sv: förhudsförträngning; ta: முன்தோல் குறுக்கம்; tt: фимоз; uk: фімоз; uz: fimoz; vi: hẹp bao quy đầu; zh: 包莖; zu: phimosis | |||
}} | }} |
Latest revision as of 19:59, 3 April 2023
Greek Monolingual
η / φίμωσις, -ώσεως, ἡ, ΝΜΑ
φιμῶ / -ώνω
1. έμφραξη πόρου, κλείσιμο διόδου
2. ιατρ. στένωση της πόσθης του πέους, που εμποδίζει την έξοδο της βαλάνου
νεοελλ.
1. εφαρμογή φιμώτρου
2. το κλείσιμο του στόματος κάποιου με ειδικό μέσο ώστε να μην μπορεί να μιλάει
3. μτφ. απαγόρευση της ελευθερίας του λόγου
αρχ.
1. (για τον θάνατο) σίγαση
2. παύση της λειτουργίας.
Translations
phimosis
Catalan: fimosi; Chinese Mandarin: 包莖/包茎; Czech: fimóza; Dutch: voorhuidsvernauwing; Esperanto: fimozo; Faroese: likkutútur; Finnish: fimoosi; French: phimosis; German: Phimose; Ancient Greek: φίμωσις; Hungarian: fitymaszűkület; Italian: fimosi; Japanese: 包茎; Latin: phimosis; Polish: stulejka; Portuguese: fimose; Russian: фимоз; Spanish: fimosis
ar: شبم; ast: fimosis; be: фімоз; bg: фимоза; bn: ফাইমোসিস; ca: fimosi; cs: fimóza; da: forhudsforsnævring; de: Phimose; el: φίμωση; en: phimosis; eo: fimozo; es: fimosis; eu: fimosi; fa: فیموزیس; fi: ahdas esinahka; fr: phimosis; he: פימוזיס; hi: फाइमोसिस; hr: fimoza; hu: fitymaszűkület; hy: ֆիմոզ; id: fimosis; it: fimosi; ja: 包茎; ko: 포경; ky: фимоз; lt: fimozė; mk: фимоза; mr: फायमॉसिस; nds: phimoos; nl: fimosis; no: fimose; or: ଫାଇମୋସିସ; pl: stulejka; pt: fimose; ro: fimoză; ru: фимоз; scn: fimosi; sh: fimoza; sk: fimóza; sr: фимоза; sv: förhudsförträngning; ta: முன்தோல் குறுக்கம்; tt: фимоз; uk: фімоз; uz: fimoz; vi: hẹp bao quy đầu; zh: 包莖; zu: phimosis