Δήμητρα: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[Δήμητρα]], Α και [[Δημήτηρ]])<br />η θεά της γεωργίας και της αγροτικής ζωής<br /><b>αρχ.</b><br />(ως προσηγορικό) το [[στάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Για τους αρχαίους γραμματικούς η λ. ήταν σύνθετη με β' συνθετικό τη λ. [[μήτηρ]] και α' συνθετικό ένα όνομα για τη γη ή το <i>δηαί</i> = <i>κριθαί</i>. Η [[ερμηνεία]] τών γραμματικών [[είναι]] και η πειστικότερη [[τουλάχιστον]] για το β' συνθετικό, ενώ για το α' υπετέθη η λ. <i>δα</i>, αρχαία λ. για τη γη, η οποία, υποστηρίχθηκε, ότι εμφανίζεται και στον τ. [[Ποσειδών]]. Εντούτοις αμφισβητείται η ύπαρξη μιας τέτοιας λέξεως. Κατ' άλλους η λ. ανάγεται σε IE <i>dns</i> γεν. του <i>dem</i>- «[[κτίζω]], [[οικοδομώ]]» (πρβλ. [[δέμω]], <i>δε</i>(<i>μ</i>)-<i>σπότης</i>), δηλ. [[Δημήτηρ]] <span style="color: red;"><</span> <i>Δασμάτηρ</i>. Άλλοι θεώρησαν τη λ. ιλλυρική και [[τέλος]] ταυτίστηκε με το μεσαππ. <i>damatura</i> πιθ. όνομα θεάς, με το οποίο παρουσιάζει μορφολογική [[ομοιότητα]]].
|mltxt=η (AM [[Δήμητρα]], Α και [[Δημήτηρ]])<br />η θεά της γεωργίας και της αγροτικής ζωής<br /><b>αρχ.</b><br />(ως προσηγορικό) το [[στάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Για τους αρχαίους γραμματικούς η λ. ήταν σύνθετη με β' συνθετικό τη λ. [[μήτηρ]] και α' συνθετικό ένα όνομα για τη γη ή το <i>δηαί</i> = <i>κριθαί</i>. Η [[ερμηνεία]] τών γραμματικών [[είναι]] και η πειστικότερη [[τουλάχιστον]] για το β' συνθετικό, ενώ για το α' υπετέθη η λ. <i>δα</i>, αρχαία λ. για τη γη, η οποία, υποστηρίχθηκε, ότι εμφανίζεται και στον τ. [[Ποσειδών]]. Εντούτοις αμφισβητείται η ύπαρξη μιας τέτοιας λέξεως. Κατ' άλλους η λ. ανάγεται σε IE <i>dns</i> γεν. του <i>dem</i>- «[[κτίζω]], [[οικοδομώ]]» (πρβλ. [[δέμω]], <i>δε</i>(<i>μ</i>)-<i>σπότης</i>), δηλ. [[Δημήτηρ]] <span style="color: red;"><</span> <i>Δασμάτηρ</i>. Άλλοι θεώρησαν τη λ. ιλλυρική και [[τέλος]] ταυτίστηκε με το μεσαππ. <i>damatura</i> πιθ. όνομα θεάς, με το οποίο παρουσιάζει μορφολογική [[ομοιότητα]]].
}}
{{elru
|elrutext='''Δήμητρα:''' ἡ Plat., Arst., Plut., Diod. = [[Δημήτηρ]].
}}
}}

Latest revision as of 21:35, 29 December 2020

Greek Monolingual

η (AM Δήμητρα, Α και Δημήτηρ)
η θεά της γεωργίας και της αγροτικής ζωής
αρχ.
(ως προσηγορικό) το στάρι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Για τους αρχαίους γραμματικούς η λ. ήταν σύνθετη με β' συνθετικό τη λ. μήτηρ και α' συνθετικό ένα όνομα για τη γη ή το δηαί = κριθαί. Η ερμηνεία τών γραμματικών είναι και η πειστικότερη τουλάχιστον για το β' συνθετικό, ενώ για το α' υπετέθη η λ. δα, αρχαία λ. για τη γη, η οποία, υποστηρίχθηκε, ότι εμφανίζεται και στον τ. Ποσειδών. Εντούτοις αμφισβητείται η ύπαρξη μιας τέτοιας λέξεως. Κατ' άλλους η λ. ανάγεται σε IE dns γεν. του dem- «κτίζω, οικοδομώ» (πρβλ. δέμω, δε(μ)-σπότης), δηλ. Δημήτηρ < Δασμάτηρ. Άλλοι θεώρησαν τη λ. ιλλυρική και τέλος ταυτίστηκε με το μεσαππ. damatura πιθ. όνομα θεάς, με το οποίο παρουσιάζει μορφολογική ομοιότητα].

Russian (Dvoretsky)

Δήμητρα: ἡ Plat., Arst., Plut., Diod. = Δημήτηρ.