άθικτος: Difference between revisions

From LSJ

Θεῷ μάχεσθαι δεινόν ἐστι καὶ τύχῃ → Obsistere est difficile fortunae et deo → Mit Gott zu kämpfen ist gefährlich und dem Glück

Menander, Monostichoi, 247
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και -χτος, -η, -ο (Α [[ἄθικτος]], -ον)<br /><b>παθητ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν τον άγγιξαν, [[ανέπαφος]], ανέγγιχτος και <b>συνεκδ.</b> [[ακέραιος]]<br /><b>2.</b> [[ανεπηρέαστος]], [[απρόβλητος]]<br /><b>3.</b> (για κοπέλες) αδιαπαρθένευτη, απείραχτη, αγνή<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αμεταχείριστος]], [[καινούργιος]]<br /><b>2.</b> (<b>με [[ηθική]] σημ.</b>) αυτός που δεν τον έθιξαν, που δεν τον πρόσβαλαν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αδιάφθορος]], [[αδωροδόκητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν [[πρέπει]] να τον αγγίξει [[κανείς]], ο [[ιερός]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν αγγίζει κάποιον ή [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>θικτός</i>, θ. <i>θιγ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ἐ</i>-<i>θίγ</i>-<i>ην</i>) του [[θιγγάνω]].
|mltxt=και -χτος, -η, -ο (Α [[ἄθικτος]], -ον)<br /><b>παθητ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν τον άγγιξαν, [[ανέπαφος]], ανέγγιχτος και <b>συνεκδ.</b> [[ακέραιος]]<br /><b>2.</b> [[ανεπηρέαστος]], [[απρόβλητος]]<br /><b>3.</b> (για κοπέλες) αδιαπαρθένευτη, απείραχτη, αγνή<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αμεταχείριστος]], [[καινούργιος]]<br /><b>2.</b> (<b>με [[ηθική]] σημ.</b>) αυτός που δεν τον έθιξαν, που δεν τον πρόσβαλαν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αδιάφθορος]], [[αδωροδόκητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν [[πρέπει]] να τον αγγίξει [[κανείς]], ο [[ιερός]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν αγγίζει κάποιον ή [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> <i>θικτός</i>, θ. <i>θιγ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>ἐ</i>-<i>θίγ</i>-<i>ην</i>) του [[θιγγάνω]].
}}
}}

Latest revision as of 21:50, 29 December 2020

Greek Monolingual

και -χτος, -η, -ο (Α ἄθικτος, -ον)
παθητ.
1. αυτός που δεν τον άγγιξαν, ανέπαφος, ανέγγιχτος και συνεκδ. ακέραιος
2. ανεπηρέαστος, απρόβλητος
3. (για κοπέλες) αδιαπαρθένευτη, απείραχτη, αγνή
νεοελλ.
1. αμεταχείριστος, καινούργιος
2. (με ηθική σημ.) αυτός που δεν τον έθιξαν, που δεν τον πρόσβαλαν
αρχ.
1. αδιάφθορος, αδωροδόκητος
2. αυτός που δεν πρέπει να τον αγγίξει κανείς, ο ιερός
3. αυτός που δεν αγγίζει κάποιον ή κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + θικτός, θ. θιγ- (πρβλ. -θίγ-ην) του θιγγάνω.