άσθμα: Difference between revisions
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[ἄσθμα]] και [[ἆσθμα]])<br /><b>ιατρ.</b> η [[ασθένεια]], το [[άσθμα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> η [[πνοή]], η [[αναπνοή]]<br /><b>2.</b> η ισχυρή [[πνοή]], το δυνατό [[φύσημα]] (ζώου ή του ανέμου)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[λαχάνιασμα]]<br /><b>2.</b> ο [[επιθανάτιος]] [[ρόγχος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=το (AM [[ἄσθμα]] και [[ἆσθμα]])<br /><b>ιατρ.</b> η [[ασθένεια]], το [[άσθμα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> η [[πνοή]], η [[αναπνοή]]<br /><b>2.</b> η ισχυρή [[πνοή]], το δυνατό [[φύσημα]] (ζώου ή του ανέμου)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[λαχάνιασμα]]<br /><b>2.</b> ο [[επιθανάτιος]] [[ρόγχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Πιθ. [[άσθμα]] <span style="color: red;"><</span> <i>άνσθμα</i>, που ανάγεται στην ΙΕ. [[ρίζα]] <i>an</i>(<i>∂</i>)- «[[φυσώ]], [[πνέω]]» του τ. [[άνεμος]]. Η λ. σχηματίζεται με το ινδοευρωπαϊκό [[επίθημα]] -<i>mņ</i>, το οποίο στην Ελληνική [[συχνά]] εμφανίζεται παρεκτεταμένο μ' ένα οδοντικό (<b>πρβλ.</b> [[ίθμα]]), ενώ το -<i>σ</i>- του τ. παραμένει ανεξήγητο (<b>πρβλ.</b> [[ισθμός]]). Επίσης αμφισβητείται η [[ποσότητα]] του <i>α</i>- που παραδίδεται και ως μακρό.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ασθμαίνω]], [[ασθματικός]], [[ασθματώδης]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 21:55, 29 December 2020
Greek Monolingual
το (AM ἄσθμα και ἆσθμα)
ιατρ. η ασθένεια, το άσθμα
αρχ.-μσν.
1. η πνοή, η αναπνοή
2. η ισχυρή πνοή, το δυνατό φύσημα (ζώου ή του ανέμου)
αρχ.
1. το λαχάνιασμα
2. ο επιθανάτιος ρόγχος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πιθ. άσθμα < άνσθμα, που ανάγεται στην ΙΕ. ρίζα an(∂)- «φυσώ, πνέω» του τ. άνεμος. Η λ. σχηματίζεται με το ινδοευρωπαϊκό επίθημα -mņ, το οποίο στην Ελληνική συχνά εμφανίζεται παρεκτεταμένο μ' ένα οδοντικό (πρβλ. ίθμα), ενώ το -σ- του τ. παραμένει ανεξήγητο (πρβλ. ισθμός). Επίσης αμφισβητείται η ποσότητα του α- που παραδίδεται και ως μακρό.
ΠΑΡ. ασθμαίνω, ασθματικός, ασθματώδης].