Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άππα: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
m (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄππα]] (Α)<br />([[προσαγόρευση]] στον [[πατέρα]]) πατερούλη, παππάκη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για λ. της παιδικής γλώσσας, υποκοριστικής σημασίας, με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (<b>πρβλ.</b> <i>πάππα</i>, [[άττα]], <i>άπφα</i>, [[απφύς]]). Ο Ησύχιος παραδίδει τ. <i>άππας</i> «[[τροφεύς]]», ο [[οποίος]] χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει κάποιον ιερέα του Διονύσου, ενώ σε πολλούς παπύρους αναφέρεται σε Κρητικό ιερέα. Η λ. [[είναι]] πιθ. [[διαλεκτική]] (μακεδόνικη) και συνδέεται με το τοχαρικό <i>appakke</i> «[[πατέρας]]»].
|mltxt=[[ἄππα]] (Α)<br />([[προσαγόρευση]] στον [[πατέρα]]) πατερούλη, παππάκη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Πρόκειται για λ. της παιδικής γλώσσας, υποκοριστικής σημασίας, με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (<b>πρβλ.</b> <i>πάππα</i>, [[άττα]], <i>άπφα</i>, [[απφύς]]). Ο Ησύχιος παραδίδει τ. <i>άππας</i> «[[τροφεύς]]», ο [[οποίος]] χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει κάποιον ιερέα του Διονύσου, ενώ σε πολλούς παπύρους αναφέρεται σε Κρητικό ιερέα. Η λ. [[είναι]] πιθ. [[διαλεκτική]] (μακεδόνικη) και συνδέεται με το τοχαρικό <i>appakke</i> «[[πατέρας]]»].
}}
}}

Latest revision as of 22:05, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄππα (Α)
(προσαγόρευση στον πατέρα) πατερούλη, παππάκη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πρόκειται για λ. της παιδικής γλώσσας, υποκοριστικής σημασίας, με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (πρβλ. πάππα, άττα, άπφα, απφύς). Ο Ησύχιος παραδίδει τ. άππας «τροφεύς», ο οποίος χρησιμοποιείται και για να υποδηλώσει κάποιον ιερέα του Διονύσου, ενώ σε πολλούς παπύρους αναφέρεται σε Κρητικό ιερέα. Η λ. είναι πιθ. διαλεκτική (μακεδόνικη) και συνδέεται με το τοχαρικό appakke «πατέρας»].