ακροώμαι: Difference between revisions

From LSJ

ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod

Menander, Monostichoi, 202
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀκροῶμαι (-άομαι) (Α)<br /><b>1.</b> [[ακούω]] (κάποιον), [[κυρίως]] με [[προσοχή]]<br /><b>2.</b> [[προσέχω]] τα λεγόμενα κάποιου, [[δίνω]] [[προσοχή]], [[υπακούω]]<br /><b>3.</b> (για γιατρούς) [[ακροάζομαι]]<br /><b>4.</b> <b>(μτχ.)</b> <i>ἀκροώμενος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />α. αυτός που ακούει, που παρακολουθεί διαλέξεις, ο [[ακροατής]]<br />β. [[αναγνώστης]]<br /><b>μσν.</b><br />(η μετχ. ως ουσ.) <i>οἱ ἀκροώμενοι</i><br />αυτοί στους οποίους επιτρεπόταν να στέκονται στον νάρθηκα του ναού και να ακούν μόνο το διδακτικό [[μέρος]] της θείας Λειτουργίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> «Σύνθετο εκ συναρπαγής» που προήλθε από τη [[φράση]] [[ἄκρον]] οὖς</i><br />αρχικά σήμαινε «[[τείνω]] το ους», «[[τεντώνω]] τ' αφτιά μου ν' ακούσω», άρα «[[ακούω]] προσεκτικά» (πρβλ. ετυμολ. του [[ακούω]]) και κατ' [[επέκταση]] «[[υπακούω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀκροάζομαι]], [[ἀκρόαμα]], [[ἀκρόασις]], [[ἀκροατήριον]], [[ἀκροατής]] <b>μσν.</b> [[ἀκροάμων]] (<b>μσν. νεοελλ.</b>) [[ακρώνομαι]] Βλ. και [[λήμμα]] <i>ακ</i>-].
|mltxt=ἀκροῶμαι (-άομαι) (Α)<br /><b>1.</b> [[ακούω]] (κάποιον), [[κυρίως]] με [[προσοχή]]<br /><b>2.</b> [[προσέχω]] τα λεγόμενα κάποιου, [[δίνω]] [[προσοχή]], [[υπακούω]]<br /><b>3.</b> (για γιατρούς) [[ακροάζομαι]]<br /><b>4.</b> <b>(μτχ.)</b> <i>ἀκροώμενος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />α. αυτός που ακούει, που παρακολουθεί διαλέξεις, ο [[ακροατής]]<br />β. [[αναγνώστης]]<br /><b>μσν.</b><br />(η μετχ. ως ουσ.) <i>οἱ ἀκροώμενοι</i><br />αυτοί στους οποίους επιτρεπόταν να στέκονται στον νάρθηκα του ναού και να ακούν μόνο το διδακτικό [[μέρος]] της θείας Λειτουργίας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> «Σύνθετο εκ συναρπαγής» που προήλθε από τη [[φράση]] [[ἄκρον]] οὖς</i><br />αρχικά σήμαινε «[[τείνω]] το ους», «[[τεντώνω]] τ' αφτιά μου ν' ακούσω», άρα «[[ακούω]] προσεκτικά» (πρβλ. ετυμολ. του [[ακούω]]) και κατ' [[επέκταση]] «[[υπακούω]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀκροάζομαι]], [[ἀκρόαμα]], [[ἀκρόασις]], [[ἀκροατήριον]], [[ἀκροατής]] <b>μσν.</b> [[ἀκροάμων]] (<b>μσν. νεοελλ.</b>) [[ακρώνομαι]] Βλ. και [[λήμμα]] <i>ακ</i>-].
}}
}}

Latest revision as of 22:55, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἀκροῶμαι (-άομαι) (Α)
1. ακούω (κάποιον), κυρίως με προσοχή
2. προσέχω τα λεγόμενα κάποιου, δίνω προσοχή, υπακούω
3. (για γιατρούς) ακροάζομαι
4. (μτχ.) ἀκροώμενος, -η, -ον
α. αυτός που ακούει, που παρακολουθεί διαλέξεις, ο ακροατής
β. αναγνώστης
μσν.
(η μετχ. ως ουσ.) οἱ ἀκροώμενοι
αυτοί στους οποίους επιτρεπόταν να στέκονται στον νάρθηκα του ναού και να ακούν μόνο το διδακτικό μέρος της θείας Λειτουργίας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ «Σύνθετο εκ συναρπαγής» που προήλθε από τη φράση ἄκρον οὖς
αρχικά σήμαινε «τείνω το ους», «τεντώνω τ' αφτιά μου ν' ακούσω», άρα «ακούω προσεκτικά» (πρβλ. ετυμολ. του ακούω) και κατ' επέκταση «υπακούω».
ΠΑΡ. ἀκροάζομαι, ἀκρόαμα, ἀκρόασις, ἀκροατήριον, ἀκροατής μσν. ἀκροάμων (μσν. νεοελλ.) ακρώνομαι Βλ. και λήμμα ακ-].