ακαμάτευτος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.") |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο [[καματεύω]]<br /><b>1.</b> ([[αγρός]]) που δεν έχει [[ακόμη]] οργωθεί<br /><b>2.</b> ([[μαλλί]] ή φυτική ύλη) [[άκλωστος]], [[ακατέργαστος]]<br /><b>3.</b> (ζώο) που δεν έχει [[ακόμη]] χρησιμοποιηθεί, άστρωτο, πολύ νέο. | |mltxt=<b>(I)</b><br />-η, -ο [[καματεύω]]<br /><b>1.</b> ([[αγρός]]) που δεν έχει [[ακόμη]] οργωθεί<br /><b>2.</b> ([[μαλλί]] ή φυτική ύλη) [[άκλωστος]], [[ακατέργαστος]]<br /><b>3.</b> (ζώο) που δεν έχει [[ακόμη]] χρησιμοποιηθεί, άστρωτο, πολύ νέο.<br /><b>(II)</b><br />-η, -ο<br />(για [[αμπέλι]]) που δεν έχει ακαμάτες, δηλ. βλαστούς [[χωρίς]] σταφύλια, που οι βλαστοί του [[είναι]] σταφυλοφόροι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[ακαμάτης]]<br />αναλογικός [[σχηματισμός]] [[κατά]] τα παράγωγα τών ρημάτων σε -<i>εύω</i><br />πρβλ. [[βασιλεύω]]-[[αβασίλευτος]], [[νοθεύω]]-[[ανόθευτος]] <b>κ.τ.ό.</b>]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:05, 29 December 2020
Greek Monolingual
(I)
-η, -ο καματεύω
1. (αγρός) που δεν έχει ακόμη οργωθεί
2. (μαλλί ή φυτική ύλη) άκλωστος, ακατέργαστος
3. (ζώο) που δεν έχει ακόμη χρησιμοποιηθεί, άστρωτο, πολύ νέο.
(II)
-η, -ο
(για αμπέλι) που δεν έχει ακαμάτες, δηλ. βλαστούς χωρίς σταφύλια, που οι βλαστοί του είναι σταφυλοφόροι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + ακαμάτης
αναλογικός σχηματισμός κατά τα παράγωγα τών ρημάτων σε -εύω
πρβλ. βασιλεύω-αβασίλευτος, νοθεύω-ανόθευτος κ.τ.ό.].