ἐϋκνήμις: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πίθῳ τὴν κεραμείαν μανθάνειν → in breaking many pots, the potter learns his craft | of those who undertake the most difficult tasks without learning the elements of the art | don't run before you can walk

Source
(4)
mNo edit summary
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eyknimis
|Transliteration C=eyknimis
|Beta Code=e)u+knh/mis
|Beta Code=e)u+knh/mis
|Definition=ῑδος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">well-greaved</b>, freq. in nom. and acc. pl. <b class="b3">ἐϋκνήμῑδες, ἐϋκνήμῑδας</b>, in Il. always epith. of Ἀχαιοί <span class="bibl">1.17</span>, al.; in Od. also of <b class="b3">ἑταῖροι</b>, <span class="bibl">2.402</span>, <span class="bibl">9.550</span>: gen. sg. as fem., -<b class="b3">κνήμῑδος Ἰτώνης</b> Poet. ap. <span class="bibl"><span class="title">EM</span>519.1</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">with goodly spokes</b>, ἀπήνη <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>7.140</span>.</span>
|Definition=ῑδος, ὁ, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[well-greaved]], freq. in nom. and acc. pl. [[ἐϋκνήμιδες]], [[ἐϋκνήμιδας]], in Il. always [[epithet]] of Ἀχαιοί 1.17, al.; in Od. also of [[ἑταῖροι]], 2.402, 9.550: gen. sg. as fem., <b class="b3">ἐϋκνήμῑδος Ἰτώνης</b> Poet. ap. ''EM''519.1.<br><span class="bld">II</span> [[with goodly spokes]], ἀπήνη [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 7.140.
}}
{{bailly
|btext=ιδος (ὁ, ἡ)<br />[[aux belles bottines]], [[aux beaux jambarts]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], κνῆμις.
}}
{{pape
|ptext=[ῑ], ep. = [[εὐκνήμις]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐϋκνήμῑς:''' ῑδος adj. [[κνημίς]] с красивыми наголенниками, «[[пышнопоножий]]», по друг. [[κνήμη]] с красивыми голенями ([[Ἀχαιοί]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐϋκνήμῑς''': ῑδος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὰς κνημῖδας, [[καθόλου]] [[εὔοπλος]], συχνὸν παρ’ Ὁμ., ἐν τῇ ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. ἐϋκνήμῑδες, ἐϋκνήμῑδας, ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε ἐπίθετον τῶν Ἀχαιῶν, ἐν δὲ τῇ Ὀδ. καὶ τῶν ἑταίρων, ἐϋκνήμιδες ἑταῖροι Β. 402, Ι. 550. ΙΙ. ἔχουσα ὡραίας ἀκτῖνας ἐν τοῖς τροχοῖς, [[ἀπήνη]] Νόνν. Δ. 7. 140.
|lstext='''ἐϋκνήμῑς''': ῑδος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὰς κνημῖδας, [[καθόλου]] [[εὔοπλος]], συχνὸν παρ’ Ὁμ., ἐν τῇ ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. ἐϋκνήμῑδες, ἐϋκνήμῑδας, ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε ἐπίθετον τῶν Ἀχαιῶν, ἐν δὲ τῇ Ὀδ. καὶ τῶν ἑταίρων, ἐϋκνήμιδες ἑταῖροι Β. 402, Ι. 550. ΙΙ. ἔχουσα ὡραίας ἀκτῖνας ἐν τοῖς τροχοῖς, [[ἀπήνη]] Νόνν. Δ. 7. 140.
}}
{{bailly
|btext=ιδος (ὁ, ἡ)<br />aux belles bottines, aux beaux jambarts.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], κνῆμις.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐϋκνήμις]], -ιδος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραίες περικνημίδες (α. «ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοί», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἐϋκνήμιδες ἑταῑροι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) ο καλά οπλισμένος<br /><b>3.</b> (για άμαξες <b>κ.λπ.</b>) αυτός που έχει ωραίες ακτίνες στους τροχούς («[[ἐϋκνήμις]] [[ἀπήνη]]» — [[άμαξα]] με ωραίες ακτίνες, <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> (<i>εϋ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>κνημις</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κνήμη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αλι</i>-<i>κνήμης</i>, <i>δασυ</i>-<i>κνήμης</i>].
|mltxt=[[ἐϋκνήμις]], -ιδος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραίες περικνημίδες (α. «ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοί», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἐϋκνήμιδες ἑταῖροι», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) ο καλά οπλισμένος<br /><b>3.</b> (για άμαξες <b>κ.λπ.</b>) αυτός που έχει ωραίες ακτίνες στους τροχούς («[[ἐϋκνήμις]] [[ἀπήνη]]» — [[άμαξα]] με ωραίες ακτίνες, <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> (<i>εϋ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>κνημις</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κνήμη]]), [[πρβλ]]. [[αλικνήμης]], [[δασυκνήμης]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐϋκνήμῑς:''' -ῖδος, ἡ, [[καλά]] εξοπλισμένος με περικνημίδες, [[πάνοπλος]], Επικ. ονομ. και αιτ. πληθ. <i>ἐυκνημῖδες</i>, <i>-ῖδας</i>, σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἐϋκνήμῑς:''' -ῖδος, ἡ, [[καλά]] εξοπλισμένος με περικνημίδες, [[πάνοπλος]], Επικ. ονομ. και αιτ. πληθ. <i>ἐυκνημῖδες</i>, <i>-ῖδας</i>, σε Όμηρ.
}}
}}

Latest revision as of 13:30, 18 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐϋκνήμῑς Medium diacritics: ἐϋκνήμις Low diacritics: εϋκνήμις Capitals: ΕΫΚΝΗΜΙΣ
Transliteration A: eüknḗmis Transliteration B: euknēmis Transliteration C: eyknimis Beta Code: e)u+knh/mis

English (LSJ)

ῑδος, ὁ, ἡ,
A well-greaved, freq. in nom. and acc. pl. ἐϋκνήμιδες, ἐϋκνήμιδας, in Il. always epithet of Ἀχαιοί 1.17, al.; in Od. also of ἑταῖροι, 2.402, 9.550: gen. sg. as fem., ἐϋκνήμῑδος Ἰτώνης Poet. ap. EM519.1.
II with goodly spokes, ἀπήνη Nonn. D. 7.140.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ὁ, ἡ)
aux belles bottines, aux beaux jambarts.
Étymologie: εὖ, κνῆμις.

German (Pape)

[ῑ], ep. = εὐκνήμις.

Russian (Dvoretsky)

ἐϋκνήμῑς: ῑδος adj. κνημίς с красивыми наголенниками, «пышнопоножий», по друг. κνήμη с красивыми голенями (Ἀχαιοί Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐϋκνήμῑς: ῑδος, ὁ, ἡ, ἔχων καλὰς κνημῖδας, καθόλου εὔοπλος, συχνὸν παρ’ Ὁμ., ἐν τῇ ὀνομ. καὶ αἰτ. πληθ. ἐϋκνήμῑδες, ἐϋκνήμῑδας, ἐν τῇ Ἰλ. ἀείποτε ἐπίθετον τῶν Ἀχαιῶν, ἐν δὲ τῇ Ὀδ. καὶ τῶν ἑταίρων, ἐϋκνήμιδες ἑταῖροι Β. 402, Ι. 550. ΙΙ. ἔχουσα ὡραίας ἀκτῖνας ἐν τοῖς τροχοῖς, ἀπήνη Νόνν. Δ. 7. 140.

Greek Monolingual

ἐϋκνήμις, -ιδος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει ωραίες περικνημίδες (α. «ἐϋκνήμιδες Ἀχαιοί», Ομ. Ιλ.
β. «ἐϋκνήμιδες ἑταῖροι», Ομ. Οδ.)
2. (κατ' επέκτ.) ο καλά οπλισμένος
3. (για άμαξες κ.λπ.) αυτός που έχει ωραίες ακτίνες στους τροχούς («ἐϋκνήμις ἀπήνη» — άμαξα με ωραίες ακτίνες, Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ (εϋ) + -κνημις (< κνήμη), πρβλ. αλικνήμης, δασυκνήμης].

Greek Monotonic

ἐϋκνήμῑς: -ῖδος, ἡ, καλά εξοπλισμένος με περικνημίδες, πάνοπλος, Επικ. ονομ. και αιτ. πληθ. ἐυκνημῖδες, -ῖδας, σε Όμηρ.