χλανίσκιον: Difference between revisions

From LSJ

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286
(6)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chlaniskion
|Transliteration C=chlaniskion
|Beta Code=xlani/skion
|Beta Code=xlani/skion
|Definition=τό, Dim. of foreg., <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>519</span>, <span class="bibl">Aeschin.1.131</span>; <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> ὑπὸ τοὐμὸν κοιμωμένη χ. <span class="bibl">Alciphr.1.38</span>.</span>
|Definition=τό, ''Dim. of'' [[χλανίς]], Ar. ''Ach.'' 519, Aeschin. 1.131; ὑπὸ τοὐμὸν κοιμωμένη χ. Alciphr. 1.38.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χλᾰνίσκιον:''' τό, υποκορ. του [[χλανίς]], μικρό [[ένδυμα]], σε Αριστοφ., Αισχίν.· επίσης, [[χλανισκίδιον]], <i>τό</i>, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''χλᾰνίσκιον:''' τό, υποκορ. του [[χλανίς]], μικρό [[ένδυμα]], σε Αριστοφ., Αισχίν.· επίσης, [[χλανισκίδιον]], <i>τό</i>, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''χλᾰνίσκιον:''' τό Arph., Aeschin. demin. к [[χλανίς]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χλᾰνίσκιον, ου, τό, [Dim. of [[χλανίς]]<br />a cloaklet, Ar., Aeschin.: so [[χλανισκίδιον]], ου, τό, Ar.
}}
}}

Latest revision as of 07:21, 27 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλᾰνίσκιον Medium diacritics: χλανίσκιον Low diacritics: χλανίσκιον Capitals: ΧΛΑΝΙΣΚΙΟΝ
Transliteration A: chlanískion Transliteration B: chlaniskion Transliteration C: chlaniskion Beta Code: xlani/skion

English (LSJ)

τό, Dim. of χλανίς, Ar. Ach. 519, Aeschin. 1.131; ὑπὸ τοὐμὸν κοιμωμένη χ. Alciphr. 1.38.

German (Pape)

[Seite 1358] τό, dim. von χλανίσκος; Ar. Ach. 493; Aesch. 1, 131; Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
dim. de χλανίς.

Greek Monolingual

τὸ, Α
υποκορ. τ. του χλανίσκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλανιδίσκιον με απλολογία].

Greek Monotonic

χλᾰνίσκιον: τό, υποκορ. του χλανίς, μικρό ένδυμα, σε Αριστοφ., Αισχίν.· επίσης, χλανισκίδιον, τό, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

χλᾰνίσκιον: τό Arph., Aeschin. demin. к χλανίς.

Middle Liddell

χλᾰνίσκιον, ου, τό, [Dim. of χλανίς
a cloaklet, Ar., Aeschin.: so χλανισκίδιον, ου, τό, Ar.