ἀνεμόω: Difference between revisions
(3) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+) <i>" to "$1 $2 <i>") |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ἄνεμος]], to [[expose to the wind]]:— Pass., of the sea, to [[be raised by the wind]], Anth. See also [[ἀνεμόομαι]]. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0223.png Seite 223]] aufblähen, Hippocr.; häufiger pass., Plut. Tim. 83 d; bes. vom Winde bewegt werden, ἁλὸς ἠνεμωμένης Hegesipp. 6 (XIII, 13); [[πέπλον]] ἠνεμωμένον συνεῖχε τῇ ἑτέρᾳ Luc. D. Mar. 15, 2; ήνεμωμένος τὴν [[τρίχα]], mit im Winde flatterndem Haare, Sp.; Ael. H. A. 11, 7 πολλοὶ θηραταὶ περὶ τὴν ἄγραν τῶν ἐλάφων ἠνέμωνται, sind in schnelle Bewegung gesetzt. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0223.png Seite 223]] aufblähen, Hippocr.; häufiger pass., Plut. Tim. 83 d; bes. vom Winde bewegt werden, ἁλὸς ἠνεμωμένης Hegesipp. 6 (XIII, 13); [[πέπλον]] ἠνεμωμένον συνεῖχε τῇ ἑτέρᾳ Luc. D. Mar. 15, 2; ήνεμωμένος τὴν [[τρίχα]], mit im Winde flatterndem Haare, Sp.; Ael. H. A. 11, 7 πολλοὶ θηραταὶ περὶ τὴν ἄγραν τῶν ἐλάφων ἠνέμωνται, sind in schnelle Bewegung gesetzt. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>I. 1</b> [[être enflé par le vent]];<br /><b>2</b> [[être agité par le vent]];<br /><b>3</b> [[être rafraîchi par le vent]];<br /><b>4</b> [[devenir]] <i>ou</i> être aussi léger que le vent;<br /><b>II.</b> [[être gonflé]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄνεμος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνεμόω''': μέλλ. -ώσω, ἐκθέτω εἰς τὸν ἄνεμον, Βυζ.: -Παθ., κινοῦμαι ἢ σαλεύομαι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, Πλάτ. Τίμ. 83D: ἠνεμωμένος τὴν [[τρίχα]], ἔχων τὴν κόμην κυματίζουσαν εἰς τὸν ἄνεμον, Καλλίστρ. 14· ἠνεμωμένη πτεροῖς Λυκόφρ. 1119: περὶ τῆς θαλάσσης, ἐγείρομαι, διεγείρομαι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, Ἀνθ. Π. 13. 12. ΙΙ. παθ., «φουσκώνω», φυσιοῦμαι, ἐξογκοῦμαι, ἢν ἀνεμηθῶσιν αἱ ὑστέραι Ἱππ. 670. 37: - μεταφ., ἠνεμῶσθαι [[περί]] τι, ὁρμῶ [[πρός]] τι [[μετὰ]] ζήλου, Αἰλ. π. Ζ. 11. 7. | |lstext='''ἀνεμόω''': μέλλ. -ώσω, ἐκθέτω εἰς τὸν ἄνεμον, Βυζ.: -Παθ., κινοῦμαι ἢ σαλεύομαι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, Πλάτ. Τίμ. 83D: ἠνεμωμένος τὴν [[τρίχα]], ἔχων τὴν κόμην κυματίζουσαν εἰς τὸν ἄνεμον, Καλλίστρ. 14· ἠνεμωμένη πτεροῖς Λυκόφρ. 1119: περὶ τῆς θαλάσσης, ἐγείρομαι, διεγείρομαι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, Ἀνθ. Π. 13. 12. ΙΙ. παθ., «φουσκώνω», φυσιοῦμαι, ἐξογκοῦμαι, ἢν ἀνεμηθῶσιν αἱ ὑστέραι Ἱππ. 670. 37: - μεταφ., ἠνεμῶσθαι [[περί]] τι, ὁρμῶ [[πρός]] τι [[μετὰ]] ζήλου, Αἰλ. π. Ζ. 11. 7. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνεμόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[ἄνεμος]]) , [[εκθέτω]] στον άνεμο — Παθ., λέγεται για τη [[θάλασσα]], ανατρέφομαι από τον άνεμο, σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀνεμόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[ἄνεμος]]) , [[εκθέτω]] στον άνεμο — Παθ., λέγεται για τη [[θάλασσα]], ανατρέφομαι από τον άνεμο, σε Ανθ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:32, 6 December 2022
Middle Liddell
ἄνεμος, to expose to the wind:— Pass., of the sea, to be raised by the wind, Anth. See also ἀνεμόομαι.
German (Pape)
[Seite 223] aufblähen, Hippocr.; häufiger pass., Plut. Tim. 83 d; bes. vom Winde bewegt werden, ἁλὸς ἠνεμωμένης Hegesipp. 6 (XIII, 13); πέπλον ἠνεμωμένον συνεῖχε τῇ ἑτέρᾳ Luc. D. Mar. 15, 2; ήνεμωμένος τὴν τρίχα, mit im Winde flatterndem Haare, Sp.; Ael. H. A. 11, 7 πολλοὶ θηραταὶ περὶ τὴν ἄγραν τῶν ἐλάφων ἠνέμωνται, sind in schnelle Bewegung gesetzt.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
I. 1 être enflé par le vent;
2 être agité par le vent;
3 être rafraîchi par le vent;
4 devenir ou être aussi léger que le vent;
II. être gonflé.
Étymologie: ἄνεμος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεμόω: μέλλ. -ώσω, ἐκθέτω εἰς τὸν ἄνεμον, Βυζ.: -Παθ., κινοῦμαι ἢ σαλεύομαι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, Πλάτ. Τίμ. 83D: ἠνεμωμένος τὴν τρίχα, ἔχων τὴν κόμην κυματίζουσαν εἰς τὸν ἄνεμον, Καλλίστρ. 14· ἠνεμωμένη πτεροῖς Λυκόφρ. 1119: περὶ τῆς θαλάσσης, ἐγείρομαι, διεγείρομαι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, Ἀνθ. Π. 13. 12. ΙΙ. παθ., «φουσκώνω», φυσιοῦμαι, ἐξογκοῦμαι, ἢν ἀνεμηθῶσιν αἱ ὑστέραι Ἱππ. 670. 37: - μεταφ., ἠνεμῶσθαι περί τι, ὁρμῶ πρός τι μετὰ ζήλου, Αἰλ. π. Ζ. 11. 7.
Greek Monotonic
ἀνεμόω: μέλ. -ώσω (ἄνεμος) , εκθέτω στον άνεμο — Παθ., λέγεται για τη θάλασσα, ανατρέφομαι από τον άνεμο, σε Ανθ.