ἀπρόβουλος: Difference between revisions
τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution
(3) |
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=") |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aprovoulos | |Transliteration C=aprovoulos | ||
|Beta Code=a)pro/boulos | |Beta Code=a)pro/boulos | ||
|Definition= | |Definition=ἀπρόβουλον, = [[ἀπροβούλευτος]], only in Adv. [[ἀπροβούλως]] = [[rashly]], A.''Ch.''620 (lyr.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[desprevenido]] ὕπνος A.<i>Ch</i>.620 (cj. Page, cód. ἀπροβούλως), glos. ἀπρονοήτως Sch.<i>ad loc</i>. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0338.png Seite 338]] = [[ἀπροβούλευτος]]. – Adv., Aesch. Ch. 611 u. Sp., wie Dio Chrys. II, 293 ἀπροβούλως εἰσέφερον τὰ ψηφίσματα, wo Vales. ἀπροβούλευτα emendirt. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0338.png Seite 338]] = [[ἀπροβούλευτος]]. – Adv., Aesch. Ch. 611 u. Sp., wie Dio Chrys. II, 293 ἀπροβούλως εἰσέφερον τὰ ψηφίσματα, wo Vales. ἀπροβούλευτα emendirt. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[sans réflexion]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πρόβουλος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπρόβουλος''': -ον, = [[ἀπροβούλευτος]]: - Ἐπίρρ. -λως, ἀπερισκέπτως, Αἰσχύλ. Χο. 620. | |lstext='''ἀπρόβουλος''': -ον, = [[ἀπροβούλευτος]]: - Ἐπίρρ. -λως, ἀπερισκέπτως, Αἰσχύλ. Χο. 620. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπρόβουλος:''' -ον = [[ἀπροβούλευτος]], αυτός που ενεργεί ή γίνεται [[χωρίς]] [[προμελέτη]]· επίρρ. <i>-λως</i>, απερίσκεπτα, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀπρόβουλος:''' -ον = [[ἀπροβούλευτος]], αυτός που ενεργεί ή γίνεται [[χωρίς]] [[προμελέτη]]· επίρρ. <i>-λως</i>, απερίσκεπτα, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=without [[premeditation]]:— adv. -λως, [[recklessly]], Aesch. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:50, 3 March 2024
English (LSJ)
ἀπρόβουλον, = ἀπροβούλευτος, only in Adv. ἀπροβούλως = rashly, A.Ch.620 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
desprevenido ὕπνος A.Ch.620 (cj. Page, cód. ἀπροβούλως), glos. ἀπρονοήτως Sch.ad loc.
German (Pape)
[Seite 338] = ἀπροβούλευτος. – Adv., Aesch. Ch. 611 u. Sp., wie Dio Chrys. II, 293 ἀπροβούλως εἰσέφερον τὰ ψηφίσματα, wo Vales. ἀπροβούλευτα emendirt.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans réflexion.
Étymologie: ἀ, πρόβουλος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόβουλος: -ον, = ἀπροβούλευτος: - Ἐπίρρ. -λως, ἀπερισκέπτως, Αἰσχύλ. Χο. 620.
Greek Monolingual
ἀπρόβουλος, -ον (Α)
απροβούλευτος.
Greek Monotonic
ἀπρόβουλος: -ον = ἀπροβούλευτος, αυτός που ενεργεί ή γίνεται χωρίς προμελέτη· επίρρ. -λως, απερίσκεπτα, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
without premeditation:— adv. -λως, recklessly, Aesch.