εὐδιάλλακτος: Difference between revisions
(4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evdiallaktos | |Transliteration C=evdiallaktos | ||
|Beta Code=eu)dia/llaktos | |Beta Code=eu)dia/llaktos | ||
|Definition= | |Definition=εὐδιάλλακτον, [[easy to reconcile]], [[placable]], D.H.4.38, Plu.2.332d. Adv. [[εὐδιαλλάκτως]] Id.''Caes.''54, M.Ant.1.7 ([[varia lectio|v.l.]] [[εὐαναδιδάκτως]] codd. Suid.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1061.png Seite 1061]] leicht zu versöhnen, versöhnlich, D. Hal. 4, 38; Plut. u. a. Sp. – Adv., εὐδιαλλάκτως καὶ πρᾴως ἔχειν Plut. Caes. 54. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1061.png Seite 1061]] leicht zu versöhnen, versöhnlich, D. Hal. 4, 38; Plut. u. a. Sp. – Adv., εὐδιαλλάκτως καὶ πρᾴως ἔχειν Plut. Caes. 54. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />[[facile à réconcilier]], [[qui se laisse fléchir]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[διαλλάσσω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐδιάλλακτος:''' [[легко примиряющийся]], [[сговорчивый]] Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐδιάλλακτος''': -ον, εὐκόλως διαλλαττόμενος, [[εἰρηνικός]], Διον. Ἁλ. 4. 38. -Ἐπίρ. -τως, Πλουτ. Καῖσ. 54. | |lstext='''εὐδιάλλακτος''': -ον, εὐκόλως διαλλαττόμενος, [[εἰρηνικός]], Διον. Ἁλ. 4. 38. -Ἐπίρ. -τως, Πλουτ. Καῖσ. 54. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐδιάλλακτος]], -ον)<br />αυτός που διαλλάσσεται εύκολα, που συμφιλιώνεται και συγχωρεί («εὐμενῆ καὶ εὐδιάλλακτον τὸν ἀγαθὸν καὶ φιλάνθρωπον Θεὸν ἡμῶν»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>διάλλακτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>διαλλάσσομαι</i>) | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐδιάλλακτος]], -ον)<br />αυτός που διαλλάσσεται εύκολα, που συμφιλιώνεται και συγχωρεί («εὐμενῆ καὶ εὐδιάλλακτον τὸν ἀγαθὸν καὶ φιλάνθρωπον Θεὸν ἡμῶν»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>διάλλακτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>διαλλάσσομαι</i>) [[πρβλ]]. [[αδιάλλακτος]], [[δυσδιάλλακτος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐδιάλλακτος:''' -ον, αυτός που εύκολα συμφιλιώνεται, [[ειρηνικός]]· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Πλούτ. | |lsmtext='''εὐδιάλλακτος:''' -ον, αυτός που εύκολα συμφιλιώνεται, [[ειρηνικός]]· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[εὐδιάλλακτος]], ον<br />[[easy]] to [[reconcile]], [[placable]]: adv. -τως, Plut. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:59, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐδιάλλακτον, easy to reconcile, placable, D.H.4.38, Plu.2.332d. Adv. εὐδιαλλάκτως Id.Caes.54, M.Ant.1.7 (v.l. εὐαναδιδάκτως codd. Suid.).
German (Pape)
[Seite 1061] leicht zu versöhnen, versöhnlich, D. Hal. 4, 38; Plut. u. a. Sp. – Adv., εὐδιαλλάκτως καὶ πρᾴως ἔχειν Plut. Caes. 54.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à réconcilier, qui se laisse fléchir.
Étymologie: εὖ, διαλλάσσω.
Russian (Dvoretsky)
εὐδιάλλακτος: легко примиряющийся, сговорчивый Plut.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδιάλλακτος: -ον, εὐκόλως διαλλαττόμενος, εἰρηνικός, Διον. Ἁλ. 4. 38. -Ἐπίρ. -τως, Πλουτ. Καῖσ. 54.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐδιάλλακτος, -ον)
αυτός που διαλλάσσεται εύκολα, που συμφιλιώνεται και συγχωρεί («εὐμενῆ καὶ εὐδιάλλακτον τὸν ἀγαθὸν καὶ φιλάνθρωπον Θεὸν ἡμῶν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -διάλλακτος (< διαλλάσσομαι) πρβλ. αδιάλλακτος, δυσδιάλλακτος].
Greek Monotonic
εὐδιάλλακτος: -ον, αυτός που εύκολα συμφιλιώνεται, ειρηνικός· επίρρ. -τως, σε Πλούτ.
Middle Liddell
εὐδιάλλακτος, ον
easy to reconcile, placable: adv. -τως, Plut.