κοτυλήρυτος: Difference between revisions

(5)
m (LSJ1 replacement)
 
(17 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kotylirytos
|Transliteration C=kotylirytos
|Beta Code=kotulh/rutos
|Beta Code=kotulh/rutos
|Definition=ον, (ἀρύω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">that can be drawn in cups</b>, i.e. <b class="b2">flowing copiously, streaming</b>, αἷμα <span class="bibl">Il.23.34</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b3">ὄξος κ</b>. <b class="b2">a measure of</b> vinegar, <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>539</span>.</span>
|Definition=κοτυλήρυτον, ([[ἀρύω]])<br><span class="bld">A</span> [[that can be drawn in cups]], i.e. [[flowing copiously]], [[streaming]], αἷμα Il.23.34.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">ὄξος κ.</b> a measure of [[vinegar]], Nic.''Th.''539.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''κοτῠλήρῠτος''': -ον, ([[ἀρύω]]) [[ὅπερ]] δύναταὶ τις νὰ ἀρυσθῇ διὰ ποτηρίων, δηλ. ῥέων ἀφθόνως, κοτυλήρυτον ἔρρεεν [[αἷμα]], «τοσοῦτον τῷ πλήθει [[ὥστε]] καὶ κοτύλῃ ἀρύσασθαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 34, Ἐπικ. παρ’ Ἀθην. 479Α· ― ἀλλὰ, [[ὄξος]] κ., πιθαν. [[μέτρον]] ὄξους, Νικ. Θηρ. 539· ― πρβλ. [[εὐήρυτος]].
|btext=ος, ον :<br />que l'on peut puiser <i>ou</i> recueillir avec une coupe ; qui coule en abondance, à flots.<br />'''Étymologie:''' [[κοτύλη]], [[ἀρύω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κοτυλήρυτος -ον &#91;[[κοτύλη]], [[ἀρύω]]] [[rijkelijk]]:. κοτυλήρυτον ἔρρεεν αἷμα het bloed stroomde rijkelijk Il. 23.34.
}}
{{pape
|ptext=([[ἀρύω]]), <i>mit [[Bechern]] zu [[schöpfen]]</i>, d.i. <i>[[reichlich]] [[fließend]]</i>; [[αἷμα]] <i>Il</i>. 23.34; [[ὄξος]], d.i. eine Kotyle [[Essig]], Nic. <i>Th</i>. 539; nach Ath. XI.479a ὃ ἀμφοτέραις ταῖς χερσὶν ἀρυσθῆναι δύναται; vgl. [[κοτύλη]] und <i>Schol. Eur. Hipp</i>. 122. – Die [[Schreibart]] κοτυλήρρυτος, auf der [[Ableitung]] von [[ῥέω]] [[beruhend]], ist auch nach den [[Erklärungen]] der [[Alten]] [[falsch]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ος, ον :<br />que l’on peut puiser <i>ou</i> recueillir avec une coupe ; qui coule en abondance, à flots.<br />'''Étymologie:''' [[κοτύλη]], [[ἀρύω]].
|elrutext='''κοτῠλήρῠτος:''' который можно собирать чашками, т. е. обильно текущий ([[αἷμα]] Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 20: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοτυλήρυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να αντληθεί με [[κοτύλη]], με [[ποτήρι]]<br /><b>2.</b> [[άφθονος]] («ἀμφὶ νέκυν κοτυλήρυτον ἔρρεεν [[αἷμα]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ὄξος]] κοτυλήρυτον» — [[μέτρο]] όξους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοτύλη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήρυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀρύω]] «[[αντλώ]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-<i>ήρυτος</i>, <i>κυλικ</i>-<i>ήρυτος</i>].
|mltxt=[[κοτυλήρυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να αντληθεί με [[κοτύλη]], με [[ποτήρι]]<br /><b>2.</b> [[άφθονος]] («ἀμφὶ νέκυν κοτυλήρυτον ἔρρεεν [[αἷμα]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ὄξος]] κοτυλήρυτον» — [[μέτρο]] όξους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοτύλη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ήρυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἀρύω]] «[[αντλώ]]»), [[πρβλ]]. [[ευήρυτος]], [[κυλικήρυτος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κοτῠλήρῠτος:''' -ον ([[ἀρύω]]), αυτό που μπορεί να αντληθεί σε κύπελλα, δηλ. που ρέει αδιάκοπα, που κυλά άφθονα, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''κοτῠλήρῠτος:''' -ον ([[ἀρύω]]), αυτό που μπορεί να αντληθεί σε κύπελλα, δηλ. που ρέει αδιάκοπα, που κυλά άφθονα, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{ls
|lstext='''κοτῠλήρῠτος''': -ον, ([[ἀρύω]]) [[ὅπερ]] δύναταὶ τις νὰ ἀρυσθῇ διὰ ποτηρίων, δηλ. ῥέων ἀφθόνως, κοτυλήρυτον ἔρρεεν [[αἷμα]], «τοσοῦτον τῷ πλήθει [[ὥστε]] καὶ κοτύλῃ ἀρύσασθαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 34, Ἐπικ. παρ’ Ἀθην. 479Α· ― ἀλλὰ, [[ὄξος]] κ., πιθαν. [[μέτρον]] ὄξους, Νικ. Θηρ. 539· ― πρβλ. [[εὐήρυτος]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κοτῠλ-ήρῠτος, ον [[ἀρύω]]<br />that can be [[drawn]] in cups, i. e. [[flowing]] [[copiously]], [[streaming]], Il.
}}
}}

Latest revision as of 10:47, 25 August 2023

English (LSJ)

κοτυλήρυτον, (ἀρύω)
A that can be drawn in cups, i.e. flowing copiously, streaming, αἷμα Il.23.34.
2 ὄξος κ. a measure of vinegar, Nic.Th.539.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
que l'on peut puiser ou recueillir avec une coupe ; qui coule en abondance, à flots.
Étymologie: κοτύλη, ἀρύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοτυλήρυτος -ον [κοτύλη, ἀρύω] rijkelijk:. κοτυλήρυτον ἔρρεεν αἷμα het bloed stroomde rijkelijk Il. 23.34.

German (Pape)

(ἀρύω), mit Bechern zu schöpfen, d.i. reichlich fließend; αἷμα Il. 23.34; ὄξος, d.i. eine Kotyle Essig, Nic. Th. 539; nach Ath. XI.479a ὃ ἀμφοτέραις ταῖς χερσὶν ἀρυσθῆναι δύναται; vgl. κοτύλη und Schol. Eur. Hipp. 122. – Die Schreibart κοτυλήρρυτος, auf der Ableitung von ῥέω beruhend, ist auch nach den Erklärungen der Alten falsch.

Russian (Dvoretsky)

κοτῠλήρῠτος: который можно собирать чашками, т. е. обильно текущий (αἷμα Hom.).

English (Autenrieth)

(ἀρύω): that may be caught in cups, streaming, Il. 23.34†.

Greek Monolingual

κοτυλήρυτος, -ον (Α)
1. αυτός που μπορεί να αντληθεί με κοτύλη, με ποτήρι
2. άφθονος («ἀμφὶ νέκυν κοτυλήρυτον ἔρρεεν αἷμα», Ομ. Ιλ.)
3. φρ. «ὄξος κοτυλήρυτον» — μέτρο όξους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοτύλη + -ήρυτος (< ἀρύω «αντλώ»), πρβλ. ευήρυτος, κυλικήρυτος].

Greek Monotonic

κοτῠλήρῠτος: -ον (ἀρύω), αυτό που μπορεί να αντληθεί σε κύπελλα, δηλ. που ρέει αδιάκοπα, που κυλά άφθονα, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

κοτῠλήρῠτος: -ον, (ἀρύω) ὅπερ δύναταὶ τις νὰ ἀρυσθῇ διὰ ποτηρίων, δηλ. ῥέων ἀφθόνως, κοτυλήρυτον ἔρρεεν αἷμα, «τοσοῦτον τῷ πλήθει ὥστε καὶ κοτύλῃ ἀρύσασθαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 34, Ἐπικ. παρ’ Ἀθην. 479Α· ― ἀλλὰ, ὄξος κ., πιθαν. μέτρον ὄξους, Νικ. Θηρ. 539· ― πρβλ. εὐήρυτος.

Middle Liddell

κοτῠλ-ήρῠτος, ον ἀρύω
that can be drawn in cups, i. e. flowing copiously, streaming, Il.