κυλικήρυτος
From LSJ
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
κυλικήρυτον, (ἀρύω A) drawn in cups, i.e. abundant, αἷμα Call. Fr.anon.188.
Greek (Liddell-Scott)
κῠλῐκήρῠτος: -ον, (ἀρύω) ἄφθονος, ὃν δύναταί τις νὰ ἀρύῃ διὰ κύλικος, «κυλικήρυτον αἷμα· ὡς τὸ κοτυλήρυτον, οἷον πολὺ» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κυλικήρυτος, -ον (Α)
1. αυτός τον οποίο μπορεί να αντλήσει κάποιος με κύλικα
2. μτφ. άφθονος, πολύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύλιξ, -ικ-ος + -ήρυτος (< ἀρύω «αντλώ»). Το -η- λόγω του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].