προχύτης: Difference between revisions

From LSJ

φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth

Source
(6)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prochytis
|Transliteration C=prochytis
|Beta Code=proxu/ths
|Beta Code=proxu/ths
|Definition=[<b class="b3">ῠ], ου, ὁ</b>,= <b class="b3">πρόχοος</b>, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">jug, pitcher</b>, Ion Lyr.2, <span class="bibl">Alexand.Com.4</span>, Simaristus et Philet. ap. <span class="bibl">Ath.11.496c</span>.</span>
|Definition=[ῠ], ου, ὁ, = [[πρόχοος]], [[jug]], [[pitcher]], Ion Lyr.2, Alexand.Com.4, Simaristus et Philet. ap. Ath.11.496c.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0800.png Seite 800]] ὁ, = [[πρόχοος]], Gießkanne; Eur. El. 803 I. A. 1472; ἡμῖν δὲ κρητῆρ' οἰνοχόοι θέραπες κιρνάντων προχύταισιν ἐν ἀργυρέοις, Ion bei Ath. XI, 463 b, wo früher προχόαις stand; Ath. XI c. 94 sagt [[προχύτης]] [[εἶδος]] ἐκπώματος; u. nach Philetas [[ἀγγεῖον]] ξύλινον, ἀφ' οὗ τοὺς ἀγροίκους πίνειν.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0800.png Seite 800]] ὁ, = [[πρόχοος]], Gießkanne; Eur. El. 803 I. A. 1472; ἡμῖν δὲ κρητῆρ' οἰνοχόοι θέραπες κιρνάντων προχύταισιν ἐν ἀργυρέοις, Ion bei Ath. XI, 463 b, wo früher προχόαις stand; Ath. XI c. 94 sagt [[προχύτης]] [[εἶδος]] ἐκπώματος; u. nach Philetas [[ἀγγεῖον]] ξύλινον, ἀφ' οὗ τοὺς ἀγροίκους πίνειν.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />[[urne pour libations]].<br />'''Étymologie:''' [[προχέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''προχύτης:''' ου (ῠ) ὁ [[урна для возлияний]] Eur.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προχύτης''': [ῠ], -ου, ὁ, = [[πρόχοος]], [[λάγηνος]], «κανάτι», Ἴων (Ἀποσπ. 2. 3) παρ’ Ἀθην. 463Β. πρβλ. 469C· [[μάλιστα]] [[ὑδρία]] ἐξ ἧς ἔχυνον ἁγνιστικὰς σπονδάς, Εὐρ. Ι. Α. 955. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.
|lstext='''προχύτης''': [ῠ], -ου, ὁ, = [[πρόχοος]], [[λάγηνος]], «κανάτι», Ἴων (Ἀποσπ. 2. 3) παρ’ Ἀθην. 463Β. πρβλ. 469C· [[μάλιστα]] [[ὑδρία]] ἐξ ἧς ἔχυνον ἁγνιστικὰς σπονδάς, Εὐρ. Ι. Α. 955. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />urne pour libations.<br />'''Étymologie:''' [[προχέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προχύτης:''' [ῠ], -ου, ὁ, = [[πρόχοος]], [[αγγείο]] για σπονδές, σε Ευρ.
|lsmtext='''προχύτης:''' [ῠ], -ου, ὁ, = [[πρόχοος]], [[αγγείο]] για σπονδές, σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=προ-χῠ́της, ου, ὁ, = [[πρόχοος]]<br />an urn for libations, Eur.
}}
}}

Latest revision as of 11:21, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προχύτης Medium diacritics: προχύτης Low diacritics: προχύτης Capitals: ΠΡΟΧΥΤΗΣ
Transliteration A: prochýtēs Transliteration B: prochytēs Transliteration C: prochytis Beta Code: proxu/ths

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ, = πρόχοος, jug, pitcher, Ion Lyr.2, Alexand.Com.4, Simaristus et Philet. ap. Ath.11.496c.

German (Pape)

[Seite 800] ὁ, = πρόχοος, Gießkanne; Eur. El. 803 I. A. 1472; ἡμῖν δὲ κρητῆρ' οἰνοχόοι θέραπες κιρνάντων προχύταισιν ἐν ἀργυρέοις, Ion bei Ath. XI, 463 b, wo früher προχόαις stand; Ath. XI c. 94 sagt προχύτης εἶδος ἐκπώματος; u. nach Philetas ἀγγεῖον ξύλινον, ἀφ' οὗ τοὺς ἀγροίκους πίνειν.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
urne pour libations.
Étymologie: προχέω.

Russian (Dvoretsky)

προχύτης: ου (ῠ) ὁ урна для возлияний Eur.

Greek (Liddell-Scott)

προχύτης: [ῠ], -ου, ὁ, = πρόχοος, λάγηνος, «κανάτι», Ἴων (Ἀποσπ. 2. 3) παρ’ Ἀθην. 463Β. πρβλ. 469C· μάλιστα ὑδρία ἐξ ἧς ἔχυνον ἁγνιστικὰς σπονδάς, Εὐρ. Ι. Α. 955. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.

Greek Monolingual

ὁ, Α προχέω
η πρόχους.

Greek Monotonic

προχύτης: [ῠ], -ου, ὁ, = πρόχοος, αγγείο για σπονδές, σε Ευρ.

Middle Liddell

προ-χῠ́της, ου, ὁ, = πρόχοος
an urn for libations, Eur.