συκοφαντικός: Difference between revisions
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
(6) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sykofantikos | |Transliteration C=sykofantikos | ||
|Beta Code=sukofantiko/s | |Beta Code=sukofantiko/s | ||
|Definition= | |Definition=συκοφαντική, συκοφαντικόν,<br><span class="bld">A</span> [[typical]] of a [[συκοφάντης]], [[blackmailing]], δίκη D.37.3 (Comp.); [[skilled as an 'agent provocateur]]', Philostr.''VA''7.27: metaph., <b class="b3">σ. πνεύματα</b>, = [[συκοφαντίας]], Lib.''Or.''13.16. Adv. [[συκοφαντικῶς]] Isoc.15.308, Luc.''Hist.Conscr.''10.<br><span class="bld">II</span> [[sophistical]], λόγοι Phld.''Oec.'' p.65J., cf. ''Rh.''1.119S. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0974.png Seite 974]] ή, όν, sykophantisch, verleumderisch; Dem. 37, 3, im compar.; τὴν φύσιν [[συκοφαντικός]], Luc. Deor. concil. 2; auch adv., οἱ συκοφαντικῶς ἀκροασόμενοι, hist. conscr. 10. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0974.png Seite 974]] ή, όν, sykophantisch, verleumderisch; Dem. 37, 3, im compar.; τὴν φύσιν [[συκοφαντικός]], Luc. Deor. concil. 2; auch adv., οἱ συκοφαντικῶς ἀκροασόμενοι, hist. conscr. 10. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{bailly | ||
| | |btext=ή, όν :<br />[[de sycophante]], [[en sycophante]].<br />'''Étymologie:''' [[συκοφάντης]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=συκοφαντικός -ή -όν [συκοφάντης] als een sycofant; overdr. als een criticaster. Luc. 59.10. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''σῡκοφαντικός:''' <b class="num">II</b> ὁ [[клеветник]] Luc.<br />построенный на (ложном) доносе, клеветнический ([[δίκη]] Dem.). | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σῡκοφαντικός:''' -ή, -όν, αυτός που προσάπτει ψευδείς κατηγορίες σε κάποιον, που διαβάλλει κάποιον, δυσφημιστικός, σε Δημ.· επίρρ., -[[κῶς]], σε Ισοκρ. | |lsmtext='''σῡκοφαντικός:''' -ή, -όν, αυτός που προσάπτει ψευδείς κατηγορίες σε κάποιον, που διαβάλλει κάποιον, δυσφημιστικός, σε Δημ.· επίρρ., -[[κῶς]], σε Ισοκρ. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''συκοφαντικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς διαβολήν, ἢ ψευδῆ κατηγορίαν, Δημ. 967. 11, Φιλόστρ. 307. Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 330, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 10. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=σῡκοφαντικός, ή, όν [from σῡκοφάντης]<br />[[slanderous]], [[calumnious]], Dem.: adv. -κῶς, Isocr. | |||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[calumnious]], [[mean]], [[of an accusation]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:29, 25 August 2023
English (LSJ)
συκοφαντική, συκοφαντικόν,
A typical of a συκοφάντης, blackmailing, δίκη D.37.3 (Comp.); skilled as an 'agent provocateur', Philostr.VA7.27: metaph., σ. πνεύματα, = συκοφαντίας, Lib.Or.13.16. Adv. συκοφαντικῶς Isoc.15.308, Luc.Hist.Conscr.10.
II sophistical, λόγοι Phld.Oec. p.65J., cf. Rh.1.119S.
German (Pape)
[Seite 974] ή, όν, sykophantisch, verleumderisch; Dem. 37, 3, im compar.; τὴν φύσιν συκοφαντικός, Luc. Deor. concil. 2; auch adv., οἱ συκοφαντικῶς ἀκροασόμενοι, hist. conscr. 10.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de sycophante, en sycophante.
Étymologie: συκοφάντης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συκοφαντικός -ή -όν [συκοφάντης] als een sycofant; overdr. als een criticaster. Luc. 59.10.
Russian (Dvoretsky)
σῡκοφαντικός: II ὁ клеветник Luc.
построенный на (ложном) доносе, клеветнический (δίκη Dem.).
Greek Monolingual
-ή, -ό / συκοφαντικός, -ή, -όν, ΝΜΑ συκοφάντης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συκοφάντη ή στη συκοφαντία ή αυτός που αποβλέπει στη συκοφαντία (α. «συκοφαντική ενέργεια» β. «δίκην... συκοφαντικωτέραν», Δημοσθ.)
νεοελλ.
φρ. «συκοφαντική δυσφήμιση»
(νομ.) ισχυρισμός ή διάδοση ψευδούς γεγονότος σχετικού με ένα πρόσωπο ενώπιον ενός άλλου τρίτου με την οποία επιχειρείται ενσυνείδητα από την πλευρά του συκοφάντη η μείωση και διαβολή της τιμής και της υπόληψης του θύματος
αρχ.
1. ο επιδέξιος στο να προκαλεί εκμυστηρεύσεις αξιόπιστων πράξεων ή ιδεών από την πλευρά ενός τρίτου, προσποιούμενος τον ομόφρονα προς αυτόν
2. σοφιστικός
3. φρ. «συκοφαντικά πνεύματα» — ο άνεμος συκοφαντίας.
επίρρ...
συκοφαντικώς / συκοφαντικῶς, ΝΜΑ, και συκοφαντικά Ν
με συκοφαντικό τρόπο.
Greek Monotonic
σῡκοφαντικός: -ή, -όν, αυτός που προσάπτει ψευδείς κατηγορίες σε κάποιον, που διαβάλλει κάποιον, δυσφημιστικός, σε Δημ.· επίρρ., -κῶς, σε Ισοκρ.
Greek (Liddell-Scott)
συκοφαντικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς διαβολήν, ἢ ψευδῆ κατηγορίαν, Δημ. 967. 11, Φιλόστρ. 307. Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 330, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 10.
Middle Liddell
σῡκοφαντικός, ή, όν [from σῡκοφάντης]
slanderous, calumnious, Dem.: adv. -κῶς, Isocr.