φευκτέον: Difference between revisions

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
(6)
m (Text replacement - "Ar.''Av.''" to "Ar.''Av.''")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fefkteon
|Transliteration C=fefkteon
|Beta Code=feukte/on
|Beta Code=feukte/on
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one must flee</b>, ἀπό τινος <span class="bibl">Pl.<span class="title">Phd.</span>62d</span>; <b class="b3">δεῦρο τοῖς κακοῖσι φ</b>. they <b class="b2">must flee</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Heracl.</span>259</span>, cf. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>392</span> (lyr.): pl., Sch.<span class="bibl">Il.10.149</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> c. acc., ἀκολασίαν <span class="bibl">Pl. <span class="title">Grg.</span>507d</span>, cf. <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>2.6.4</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> <b class="b3">φευκτέος, α, ον,</b> <b class="b2">to be avoided</b>, Gal.18(2).850; τὰ φ. <span class="bibl">Iamb.<span class="title">VP</span>31.190</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[one must flee]], ἀπό τινος [[Plato|Pl.]]''[[Phaedo|Phd.]]'' 62d; <b class="b3">δεῦρο τοῖς κακοῖσι φ.</b> they [[must flee]], E.''Heracl.''259, cf. [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''392 (lyr.): pl., Sch.Il.10.149.<br><span class="bld">II</span> c. acc., ἀκολασίαν Pl. ''Grg.''507d, cf. [[Xenophon|X.]]''[[Memorabilia|Mem.]]''2.6.4, etc.<br><span class="bld">III</span> [[φευκτέος]], φευκτέα, φευκτέον, [[to be avoided]], Gal.18(2).850; τὰ φ. Iamb.''VP''31.190.
}}
{{elru
|elrutext='''φευκτέον:''' adj. verb. к [[φεύγω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φευκτέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[φεύγω]], δεῖ φεύγειν, ἀπό τινος Πλάτ. ἐν Φαίδωνι 62D· [[δεῦρο]] τοῖς κακοῖσι φ., πρέπει νὰ φύγωσιν οἱ κακοί, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 259, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 392. ΙΙ. μετ’ αἰτ., τί φ.; Εὐρ. Ἑλ. 860, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 167D, Πολ. 358Α, Ξεν., κλπ.· ― ἐν τῷ πληθ., Σχόλ. εἰς Ἰλ. Κ. 149.
|lstext='''φευκτέον''': ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[φεύγω]], δεῖ φεύγειν, ἀπό τινος Πλάτ. ἐν Φαίδωνι 62D· [[δεῦρο]] τοῖς κακοῖσι φ., πρέπει νὰ φύγωσιν οἱ κακοί, Εὐρ. Ἡρακλ. 259, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 392. ΙΙ. μετ’ αἰτ., τί φ.; Εὐρ. Ἑλ. 860, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 167D, Πολ. 358Α, Ξεν., κλπ.· ― ἐν τῷ πληθ., Σχόλ. εἰς Ἰλ. Κ. 149.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φευκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[φεύγω]], αυτό που πρέπει να φύγει ή να αποφευχθεί, σε Ευρ.
|lsmtext='''φευκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[φεύγω]], αυτό που πρέπει να φύγει ή να αποφευχθεί, σε Ευρ.
}}
}}

Latest revision as of 07:00, 21 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φευκτέον Medium diacritics: φευκτέον Low diacritics: φευκτέον Capitals: ΦΕΥΚΤΕΟΝ
Transliteration A: pheuktéon Transliteration B: pheukteon Transliteration C: fefkteon Beta Code: feukte/on

English (LSJ)

A one must flee, ἀπό τινος Pl.Phd. 62d; δεῦρο τοῖς κακοῖσι φ. they must flee, E.Heracl.259, cf. Ar.Av.392 (lyr.): pl., Sch.Il.10.149.
II c. acc., ἀκολασίαν Pl. Grg.507d, cf. X.Mem.2.6.4, etc.
III φευκτέος, φευκτέα, φευκτέον, to be avoided, Gal.18(2).850; τὰ φ. Iamb.VP31.190.

Russian (Dvoretsky)

φευκτέον: adj. verb. к φεύγω.

Greek (Liddell-Scott)

φευκτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ φεύγω, δεῖ φεύγειν, ἀπό τινος Πλάτ. ἐν Φαίδωνι 62D· δεῦρο τοῖς κακοῖσι φ., πρέπει νὰ φύγωσιν οἱ κακοί, Εὐρ. Ἡρακλ. 259, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 392. ΙΙ. μετ’ αἰτ., τί φ.; Εὐρ. Ἑλ. 860, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 167D, Πολ. 358Α, Ξεν., κλπ.· ― ἐν τῷ πληθ., Σχόλ. εἰς Ἰλ. Κ. 149.

Greek Monotonic

φευκτέον: ρημ. επίθ. του φεύγω, αυτό που πρέπει να φύγει ή να αποφευχθεί, σε Ευρ.