στορεστής: Difference between revisions
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
(4) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)( [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4") |
||
Line 6: | Line 6: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''στορεστής:''' οῦ ὁ усмиритель, укротитель (τῆς ζάλης Anth.). | |elrutext='''στορεστής:''' οῦ ὁ [[усмиритель]], [[укротитель]] (τῆς ζάλης Anth.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:10, 11 May 2023
Greek (Liddell-Scott)
στορεστής: -οῦ, ὁ, = τῷ ἑπομ. Ι., ζάλης Ἀνθ. Π. 1. 118.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
νεοελλ.
τεχνίτης ειδικός στην επίστρωση, ταπετσιέρης
αρχ.
αυτός που φέρνει γαλήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. ἐστόρεσα του αρχ. στόρνυμι (πρβλ. μτγν. στορέννυμι)].
Russian (Dvoretsky)
στορεστής: οῦ ὁ усмиритель, укротитель (τῆς ζάλης Anth.).