ποταμείβομαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
(4)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{LSJ2
|lstext='''ποταμείβομαι''': Δωρ. = [[προσαμείβομαι]], Θεοκρ. Εἰδύλλ. Α, 100, ἔκδ. Ahr.
|Full diacritics=ποταμείβομαι
|Medium diacritics=ποταμείβομαι
|Low diacritics=ποταμείβομαι
|Capitals=ΠΟΤΑΜΕΙΒΟΜΑΙ
|Transliteration A=potameíbomai
|Transliteration B=potameibomai
|Transliteration C=potameivomai
|Beta Code=potamei/bomai
|Definition=Doric for [[προσαμείβομαι]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>dor. c.</i> [[προσαμείβομαι]].<br />'''Étymologie:''' dor. [[ποτί]]=[[πρός]], ἀμείβομαι.
|btext=<i>dor. c.</i> [[προσαμείβομαι]].<br />'''Étymologie:''' dor. [[ποτί]]=[[πρός]], ἀμείβομαι.
}}
{{elru
|elrutext='''ποτᾰμείβομαι:''' дор. Theocr. = [[προσαμείβομαι]].
}}
{{ls
|lstext='''ποταμείβομαι''': Δωρ. = [[προσαμείβομαι]], Θεοκρ. Εἰδύλλ. Α, 100, ἔκδ. Ahr.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) [[προσαμείβομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πότ</i>, συγκεκομμένος τ. του [[ποτί]] <span style="color: red;">+</span> <i>αμείβομαι</i>].
|mltxt=Α<br />(<b>δωρ. τ.</b>) [[προσαμείβομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πότ</i>, συγκεκομμένος τ. του [[ποτί]] <span style="color: red;">+</span> <i>αμείβομαι</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''ποτᾰμείβομαι:''' дор. Theocr. = [[προσαμείβομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 15:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποταμείβομαι Medium diacritics: ποταμείβομαι Low diacritics: ποταμείβομαι Capitals: ΠΟΤΑΜΕΙΒΟΜΑΙ
Transliteration A: potameíbomai Transliteration B: potameibomai Transliteration C: potameivomai Beta Code: potamei/bomai

English (LSJ)

Doric for προσαμείβομαι.

French (Bailly abrégé)

dor. c. προσαμείβομαι.
Étymologie: dor. ποτί=πρός, ἀμείβομαι.

Russian (Dvoretsky)

ποτᾰμείβομαι: дор. Theocr. = προσαμείβομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ποταμείβομαι: Δωρ. = προσαμείβομαι, Θεοκρ. Εἰδύλλ. Α, 100, ἔκδ. Ahr.

Greek Monolingual

Α
(δωρ. τ.) προσαμείβομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πότ, συγκεκομμένος τ. του ποτί + αμείβομαι].