ἀπεοικώς: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
(1)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
|lstext='''ἀπεοικώς''': Ἀττ. ἀπεικῶς, υῖα, ός, μετοχ. τοῦ ἀπέοικα ([[ὅπερ]] ἀπαντᾷ μόνον παρὰ μεταγεν. συγγραφ., Ἀρρ. Ἰνδ. 6. 8, Πλουτ. Περικλ. 8): [[παράλογος]], ἀνάρμοσοτος, [[ἄδικος]], παρὰ τὸ [[πρέπον]], παρὰ φύσιν, οὐκ ἀπεικὸς Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 9, Ἀντιφῶν 117. 1· οὐκ ἀπεικὸς Πολύβ. 2. 62, 8· ἀπεοικὼς πρὸς τὰ καλά, [[ἀνάρμοστος]], μὴ διατεθειμένος πρὸς ἐκτέλεσιν γενναίων ἔργων, ὁ αὐτ. 6. 26, 12· [[συχνάκις]] παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Οὐϋττεμβαχ. Πίν. Πλουτ.: ― Ἐπίρρ. ἀπεοικότως, ἀλόγως, Θουκ. 6. 55· ἀλλ’ ἐν 1. 73., 2. 8., 8. 68, ἔχει οὐκ [[ἀπεικότως]].
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[ἀπέοικα]].
|btext=v. [[ἀπέοικα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπεοικώς:''' υῖα, ός part. к [[ἀπέοικα]].
}}
{{ls
|lstext='''ἀπεοικώς''': Ἀττ. [[ἀπεικῶς]], υῖα, ός, μετοχ. τοῦ ἀπέοικα ([[ὅπερ]] ἀπαντᾷ μόνον παρὰ μεταγεν. συγγραφ., Ἀρρ. Ἰνδ. 6. 8, Πλουτ. Περικλ. 8): [[παράλογος]], [[ἀνάρμοστος]], [[ἄδικος]], παρὰ τὸ [[πρέπον]], [[παρὰ φύσιν]], οὐκ [[ἀπεικὸς]] Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 9, Ἀντιφῶν 117. 1· οὐκ ἀπεικὸς Πολύβ. 2. 62, 8· ἀπεοικὼς πρὸς τὰ καλά, [[ἀνάρμοστος]], μὴ διατεθειμένος πρὸς ἐκτέλεσιν γενναίων ἔργων, ὁ αὐτ. 6. 26, 12· [[συχνάκις]] παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Οὐϋττεμβαχ. Πίν. Πλουτ.: ― Ἐπίρρ. [[ἀπεοικότως]], [[ἀλόγως]], Θουκ. 6. 55· ἀλλ’ ἐν 1. 73., 2. 8., 8. 68, ἔχει οὐκ [[ἀπεικότως]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπεοικώς:''' Αττ. ἀπ-εικώς, <i>-υῖα</i>, <i>-ός</i>, μτχ. του [[ἀπέοικα]], που χρησιμ. ως επίθ., [[παράλογος]], [[αδικαιολόγητος]], [[απρεπής]], [[ανάρμοστος]], σε Αντιφ.· επίρρ. <i>ἀπ-εοικότως</i> ή <i>-[[εικότως]]</i>, αδικαιολόγητα, παράλογα, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀπεοικώς:''' Αττ. ἀπ-εικώς, <i>-υῖα</i>, <i>-ός</i>, μτχ. του [[ἀπέοικα]], που χρησιμ. ως επίθ., [[παράλογος]], [[αδικαιολόγητος]], [[απρεπής]], [[ανάρμοστος]], σε Αντιφ.· επίρρ. <i>ἀπ-εοικότως</i> ή <i>-[[εικότως]]</i>, αδικαιολόγητα, παράλογα, σε Θουκ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''ἀπεοικώς:''' υῖα, ός part. к [[ἀπέοικα]].
|mdlsjtxt=[[ἀπέοικα]]<br />[[unreasonable]], [[Antipho]]:—adv. [[ἀπεοικότως]] or [[ἀπεικότως]], [[unreasonably]], Thuc.
}}
}}

Latest revision as of 18:05, 3 October 2022

French (Bailly abrégé)

v. ἀπέοικα.

Russian (Dvoretsky)

ἀπεοικώς: υῖα, ός part. к ἀπέοικα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεοικώς: Ἀττ. ἀπεικῶς, υῖα, ός, μετοχ. τοῦ ἀπέοικα (ὅπερ ἀπαντᾷ μόνον παρὰ μεταγεν. συγγραφ., Ἀρρ. Ἰνδ. 6. 8, Πλουτ. Περικλ. 8): παράλογος, ἀνάρμοστος, ἄδικος, παρὰ τὸ πρέπον, παρὰ φύσιν, οὐκ ἀπεικὸς Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 9, Ἀντιφῶν 117. 1· οὐκ ἀπεικὸς Πολύβ. 2. 62, 8· ἀπεοικὼς πρὸς τὰ καλά, ἀνάρμοστος, μὴ διατεθειμένος πρὸς ἐκτέλεσιν γενναίων ἔργων, ὁ αὐτ. 6. 26, 12· συχνάκις παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Οὐϋττεμβαχ. Πίν. Πλουτ.: ― Ἐπίρρ. ἀπεοικότως, ἀλόγως, Θουκ. 6. 55· ἀλλ’ ἐν 1. 73., 2. 8., 8. 68, ἔχει οὐκ ἀπεικότως.

Greek Monotonic

ἀπεοικώς: Αττ. ἀπ-εικώς, -υῖα, -ός, μτχ. του ἀπέοικα, που χρησιμ. ως επίθ., παράλογος, αδικαιολόγητος, απρεπής, ανάρμοστος, σε Αντιφ.· επίρρ. ἀπ-εοικότως ή -εικότως, αδικαιολόγητα, παράλογα, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἀπέοικα
unreasonable, Antipho:—adv. ἀπεοικότως or ἀπεικότως, unreasonably, Thuc.