σκῆπτον: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
(4)
m (Text replacement - " compds. " to " compounds ")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=σκῆπτον
|Medium diacritics=σκῆπτον
|Low diacritics=σκήπτον
|Capitals=ΣΚΗΠΤΟΝ
|Transliteration A=skē̂pton
|Transliteration B=skēpton
|Transliteration C=skipton
|Beta Code=skh=pton
|Definition=*[[σκῆπτον]], τό, = [[σκῆπτρον]], only in Doric form [[σκᾶπτον]], and compounds [[σκηπτοῦχος]], [[σκηπτουχία]], [[σκηπτοφόρος]].
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0896.png Seite 896]] τό, statt [[σκῆπτρον]], scheint sich nur in der dor. Form [[σκᾶπτον]] u. in den Zusammensetzungen σκηπτοῦχος, [[σκηπτουχία]] erhalten zu haben.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0896.png Seite 896]] τό, statt [[σκῆπτρον]], scheint sich nur in der dor. Form [[σκᾶπτον]] u. in den Zusammensetzungen σκηπτοῦχος, [[σκηπτουχία]] erhalten zu haben.
}}
{{elru
|elrutext='''σκῆπτον:''' τό [[varia lectio|v.l.]] = [[σκῆπτρον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 7: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκῆπτον:''' τό, αντί [[σκῆπτρον]], μόνον στον Δωρ. τύπο [[σκᾶπτον]] και στα σύνθ. <i>σκηπτ-οῦχος</i>, [[σκηπτουχία]].
|lsmtext='''σκῆπτον:''' τό, αντί [[σκῆπτρον]], μόνον στον Δωρ. τύπο [[σκᾶπτον]] και στα σύνθ. <i>σκηπτ-οῦχος</i>, [[σκηπτουχία]].
}}
{{elru
|elrutext='''σκῆπτον:''' τό v. l. = [[σκῆπτρον]].
}}
}}

Latest revision as of 10:39, 11 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῆπτον Medium diacritics: σκῆπτον Low diacritics: σκήπτον Capitals: ΣΚΗΠΤΟΝ
Transliteration A: skē̂pton Transliteration B: skēpton Transliteration C: skipton Beta Code: skh=pton

English (LSJ)

*σκῆπτον, τό, = σκῆπτρον, only in Doric form σκᾶπτον, and compounds σκηπτοῦχος, σκηπτουχία, σκηπτοφόρος.

German (Pape)

[Seite 896] τό, statt σκῆπτρον, scheint sich nur in der dor. Form σκᾶπτον u. in den Zusammensetzungen σκηπτοῦχος, σκηπτουχία erhalten zu haben.

Russian (Dvoretsky)

σκῆπτον: τό v.l. = σκῆπτρον.

Greek (Liddell-Scott)

σκῆπτον: τό, ἀντὶ σκῆπτρον, φαίνεται ὅτι εὑρίσκεται μόνον ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ σκᾶπτον, καὶ ἐν τοῖς συνθέτοις σκηπτοῦχος, σκηπτουχία, σκηπτοβάμων.

Greek Monotonic

σκῆπτον: τό, αντί σκῆπτρον, μόνον στον Δωρ. τύπο σκᾶπτον και στα σύνθ. σκηπτ-οῦχος, σκηπτουχία.