ξῦσμα: Difference between revisions
Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel
(3b) |
m (Text replacement - " in pl." to " in plural") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=ξῦσμα | |||
|Medium diacritics=ξῦσμα | |||
|Low diacritics=ξύσμα | |||
|Capitals=ΞΥΣΜΑ | |||
|Transliteration A=xŷsma | |||
|Transliteration B=xysma | |||
|Transliteration C=ksysma | |||
|Beta Code=cu=sma | |||
|Definition=-ατος, τό, [[filings]], [[shavings]], Hp. ''Aph.'' 7.68, ''Inscr.Délos'' 442 B 96 (ii BC); in plural, [[ξύσματα]] [[ξύλων]] Apollod. ''Poliorc.'' 145.13; ξ. [[ἐλέφαντος]] Orib. 14.62.1.<br><b class="num"></b>[[lint]], Erot. [[sub verbo|s.v.]] [[ἄχνη]] [[ὀθονίου]]. in plural, [[shreds]] of flesh, Hp. ''Acut.'' 59; [[ἐντέρων]] Gal. 8.382, 18(1).730, cf. Dsc. 4.176. in plural, [[particles]], [[motes]] in the sunbeam, ψυχὴν [[εἶναι]] τὰ ἐν τῷ [[ἀέρι]] ξ. Arist. ''de An.'' 404a3, cf. ''Pr.'' 913a9.<br><b class="num"></b>[[that which is scratched]] on a thing; hence [[ξύσματα]] = [[γράμματα]], Hsch. | |||
}} | |||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξῦσμα''': ἢ ξύσμα, τό, (ξύω), τὸ ἀποξυσθὲν διὰ ξύσεως, «ῥοκανίδια», Λατ. strigmentum, ramentum, Ἱππ. Ἀφ. | |lstext='''ξῦσμα''': ἢ ξύσμα, τό, (ξύω), τὸ ἀποξυσθὲν διὰ ξύσεως, «ῥοκανίδια», Λατ. strigmentum, ramentum, Ἱππ. Ἀφ. 1261· ἐν τῷ πληθ., κενώσεις ἐνέχουσαι ἐξεσμένας σάρκας, ὁ αὐτ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 394 (πρβλ. [[ξυσματώδης]])· ξύσματα τῶν ὀθονίων, ἐξεσμένον λινοῦν [[ὕφασμα]], ξαντὸν διὰ τραύματα, Ἐρωτιαν.· ἀλλαχοῦ μοτόν. 2) ἐν τῷ πληθ., μόρια πραγμάτων, [[κόνις]] ἐν τῇ ἡλιακῇ ἀκτῖνι, ψυχὴν [[εἶναι]] τὰ ἐν τῷ ἀέρι ξ. Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 1. 2, 4, πρβλ. Προβλ. 15. 13, 1. ΙΙ. τὸ γεγλυμμένον ἢ ἐσκαλισμένον ἐπί τινος πράγματος· [[ὅθεν]] ξύσματα = γράμματα, Ἡσύχ. - [[προσέτι]], ξύσμα = «[[κνήφη]]. [[λέπρα]]» ὁ αὐτ. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ξῦσμα:''' или [[ξύσμα]], ατος τό оскребок, пылинка (τὰ ξύσματα ἐν τῷ ἀέρι Arst.). | |elrutext='''ξῦσμα:''' или [[ξύσμα]], ατος τό оскребок, пылинка (τὰ ξύσματα ἐν τῷ ἀέρι Arst.). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:13, 14 September 2021
English (LSJ)
-ατος, τό, filings, shavings, Hp. Aph. 7.68, Inscr.Délos 442 B 96 (ii BC); in plural, ξύσματα ξύλων Apollod. Poliorc. 145.13; ξ. ἐλέφαντος Orib. 14.62.1.
lint, Erot. s.v. ἄχνη ὀθονίου. in plural, shreds of flesh, Hp. Acut. 59; ἐντέρων Gal. 8.382, 18(1).730, cf. Dsc. 4.176. in plural, particles, motes in the sunbeam, ψυχὴν εἶναι τὰ ἐν τῷ ἀέρι ξ. Arist. de An. 404a3, cf. Pr. 913a9.
that which is scratched on a thing; hence ξύσματα = γράμματα, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ξῦσμα: ἢ ξύσμα, τό, (ξύω), τὸ ἀποξυσθὲν διὰ ξύσεως, «ῥοκανίδια», Λατ. strigmentum, ramentum, Ἱππ. Ἀφ. 1261· ἐν τῷ πληθ., κενώσεις ἐνέχουσαι ἐξεσμένας σάρκας, ὁ αὐτ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 394 (πρβλ. ξυσματώδης)· ξύσματα τῶν ὀθονίων, ἐξεσμένον λινοῦν ὕφασμα, ξαντὸν διὰ τραύματα, Ἐρωτιαν.· ἀλλαχοῦ μοτόν. 2) ἐν τῷ πληθ., μόρια πραγμάτων, κόνις ἐν τῇ ἡλιακῇ ἀκτῖνι, ψυχὴν εἶναι τὰ ἐν τῷ ἀέρι ξ. Ἀριστ. περὶ Ψυχ. 1. 2, 4, πρβλ. Προβλ. 15. 13, 1. ΙΙ. τὸ γεγλυμμένον ἢ ἐσκαλισμένον ἐπί τινος πράγματος· ὅθεν ξύσματα = γράμματα, Ἡσύχ. - προσέτι, ξύσμα = «κνήφη. λέπρα» ὁ αὐτ.
Russian (Dvoretsky)
ξῦσμα: или ξύσμα, ατος τό оскребок, пылинка (τὰ ξύσματα ἐν τῷ ἀέρι Arst.).