μεμαώς: Difference between revisions

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
(3)
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[μεμαώς]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[eager]] [[τέκε]] [[λαγέτας]] ἓξ ἀρεταῖσι μεμᾶότας υἱούς (μεμᾶλότας byz., i. e. pf. of [[μέλω]], cf. Δ. 4. 35, Forssman, 65ff.) (O. 1.89) τέκνοισιν ὠκείας γνάθους ἀμφελίξασθαι μεμᾰῶτες (sc. δράκοντες) (N. 1.43)
|sltr=[[μεμαώς]] [[eager]] [[τέκε]] [[λαγέτας]] ἓξ ἀρεταῖσι μεμᾶότας υἱούς (μεμᾶλότας byz., i. e. pf. of [[μέλω]], cf. Δ. 4. 35, Forssman, 65ff.) (O. 1.89) τέκνοισιν ὠκείας γνάθους ἀμφελίξασθαι μεμᾰῶτες (sc. δράκοντες) (N. 1.43)
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μεμαώς:''' (f μεμᾰυῖα) part. pf. к [[μάομαι]].
|elrutext='''μεμαώς:''' (f μεμᾰυῖα) part. pf. к [[μάομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 11:30, 3 September 2022

French (Bailly abrégé)

v. μάω.

English (Slater)

μεμαώς eager τέκε λαγέτας ἓξ ἀρεταῖσι μεμᾶότας υἱούς (μεμᾶλότας byz., i. e. pf. of μέλω, cf. Δ. 4. 35, Forssman, 65ff.) (O. 1.89) τέκνοισιν ὠκείας γνάθους ἀμφελίξασθαι μεμᾰῶτες (sc. δράκοντες) (N. 1.43)

Russian (Dvoretsky)

μεμαώς: (f μεμᾰυῖα) part. pf. к μάομαι.