ἀκροθιγής: Difference between revisions
(1) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akrothigis | |Transliteration C=akrothigis | ||
|Beta Code=a)kroqigh/s | |Beta Code=a)kroqigh/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀκροθιγές, [[touching on surface]], [[touching the lips]], φίλημα ''AP'' 12.68 (Mel.): metaph., ἀ. περὶ τὰς πράξεις Vett.Val.40.1. Adv. [[ἀκροθιγῶς]], [[ἐμβάπτειν]] [[just]] dip in, [[so that it is hardly wetted]], Dsc.2.83: metaph., ἀ. εἴρηται Marin.''Procl.''26, cf. Vett.Val.271.11, Men.Rh. p.417 S. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἀκροθῐγής) -ές<br /><b class="num">1</b> [[que toca superficialmente]], [[ligero]], [[leve]] φίλημα <i>AP</i> 12.68 (Mel.)<br /><b class="num">•</b>fig. [[superficial]] ἀ. περὶ τὰς πράξεις Vett.Val.39.12.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[ligeramente]] ἐμβάπτειν Dsc.2.83.2<br /><b class="num">•</b>fig. [[superficialmente]] ἀ. πῶς εἴρηται Marin.<i>Procl</i>.26.57, Men.Rh.417. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0083.png Seite 83]] ές, leicht berührend, [[φίλημα]], Mel. 14 (XII, 68). – Adv. -γῶς, Sp.; übh. leicht, obenhin, ἐφάπτεσθαι Men. rhet. IX p. 286. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0083.png Seite 83]] ές, leicht berührend, [[φίλημα]], Mel. 14 (XII, 68). – Adv. -γῶς, Sp.; übh. leicht, obenhin, ἐφάπτεσθαι Men. rhet. IX p. 286. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />[[qui touche la surface]], [[qui effleure]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄκρος]], [[θιγεῖν]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκροθῐγής:''' [[слегка прикасающийся]], [[легкий]] ([[φίλημα]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκροθῐγής''': -ές, θιγγάνων, ἐγγίζων τὴν ἐπιφάνειαν, τὰ χείλη˙ [[φίλημα]], Ἀνθ. Π. 12, 68. - Ἐπίρρ., ἀκροθιγῶς ἐμβάπτειν, ἐμβάπτειν ὀλίγον μόνον, [[ὥστε]] [[μόλις]] νὰ ὑγρανθῇ, Διοσκ. 2. 105. | |lstext='''ἀκροθῐγής''': -ές, θιγγάνων, ἐγγίζων τὴν ἐπιφάνειαν, τὰ χείλη˙ [[φίλημα]], Ἀνθ. Π. 12, 68. - Ἐπίρρ., ἀκροθιγῶς ἐμβάπτειν, ἐμβάπτειν ὀλίγον μόνον, [[ὥστε]] [[μόλις]] νὰ ὑγρανθῇ, Διοσκ. 2. 105. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''ἀκροθῐγής:''' -ές ([[θιγγάνω]]), αυτός που αγγίζει την [[επιφάνεια]], αυτός που αγγίζει τα χείλη, σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀκροθῐγής:''' -ές ([[θιγγάνω]]), αυτός που αγγίζει την [[επιφάνεια]], αυτός που αγγίζει τα χείλη, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[θιγγάνω]]<br />[[touching]] on the [[surface]], [[touching]] the lips, Anth. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=αὐτός πού ἀγγίζει τήν [[ἐπιφάνεια]]). Σύνθετη λέξη ἀπό τίς λέξεις: [[ἄκρος]] + θίγω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[θιγγάνω]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:40, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀκροθιγές, touching on surface, touching the lips, φίλημα AP 12.68 (Mel.): metaph., ἀ. περὶ τὰς πράξεις Vett.Val.40.1. Adv. ἀκροθιγῶς, ἐμβάπτειν just dip in, so that it is hardly wetted, Dsc.2.83: metaph., ἀ. εἴρηται Marin.Procl.26, cf. Vett.Val.271.11, Men.Rh. p.417 S.
Spanish (DGE)
(ἀκροθῐγής) -ές
1 que toca superficialmente, ligero, leve φίλημα AP 12.68 (Mel.)
•fig. superficial ἀ. περὶ τὰς πράξεις Vett.Val.39.12.
2 adv. -ῶς ligeramente ἐμβάπτειν Dsc.2.83.2
•fig. superficialmente ἀ. πῶς εἴρηται Marin.Procl.26.57, Men.Rh.417.
German (Pape)
[Seite 83] ές, leicht berührend, φίλημα, Mel. 14 (XII, 68). – Adv. -γῶς, Sp.; übh. leicht, obenhin, ἐφάπτεσθαι Men. rhet. IX p. 286.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui touche la surface, qui effleure.
Étymologie: ἄκρος, θιγεῖν.
Russian (Dvoretsky)
ἀκροθῐγής: слегка прикасающийся, легкий (φίλημα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροθῐγής: -ές, θιγγάνων, ἐγγίζων τὴν ἐπιφάνειαν, τὰ χείλη˙ φίλημα, Ἀνθ. Π. 12, 68. - Ἐπίρρ., ἀκροθιγῶς ἐμβάπτειν, ἐμβάπτειν ὀλίγον μόνον, ὥστε μόλις νὰ ὑγρανθῇ, Διοσκ. 2. 105.
Greek Monolingual
-ές (Α ἀκροθιγής)
1. αυτός που αγγίζει την επιφάνεια, τα άκρα, «ξυστός», επιφανειακός, επιπόλαιος
2. επίρρ. ακροθιγώς
α) κατά την επιφάνεια, λίγο, β) όχι με λεπτομέρειες ή ακρίβεια, επιπόλαια
νεοελλ.
αυτός που αγγίζεται κατά την επιφάνεια, ελαφρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -θιγής < ἔθιγον, θιγγάνω.
Greek Monotonic
ἀκροθῐγής: -ές (θιγγάνω), αυτός που αγγίζει την επιφάνεια, αυτός που αγγίζει τα χείλη, σε Ανθ.
Middle Liddell
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού ἀγγίζει τήν ἐπιφάνεια). Σύνθετη λέξη ἀπό τίς λέξεις: ἄκρος + θίγω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα θιγγάνω.