βαλαντιοτομέω: Difference between revisions
ὃς ἂν βούληται τῆν γῆν κινῆσαι κινησάτω τὸ πρῶτον ἑαυτόν → let him that would move the world first move himself
(1b) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | |||
|Full diacritics=βαλαντιοτομέω | |||
|Medium diacritics=βαλαντιοτομέω | |||
|Low diacritics=βαλαντιοτομέω | |||
|Capitals=ΒΑΛΑΝΤΙΟΤΟΜΕΩ | |||
|Transliteration A=balantiotoméō | |||
|Transliteration B=balantiotomeō | |||
|Transliteration C=valantiotomeo | |||
|Beta Code=balantiotome/w | |||
|Definition=[[be a cutpurse]], [[cut purses]], Pl.R.575b, X.Mem.1.2.62 ([[βαλλαντιοτομέω]]). | |||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[βαλλαντιοτομέω]]<br><b class="num">• Alolema(s):</b> [[βαλαντιοτομέω]] Phryn.<i>PS</i> 53.14, S.E.<i>M</i>.2.12<br />[[cortar bolsas]], [[hurtar]] Pl.<i>R</i>.575b, X.<i>Mem</i>.1.262, Plu.2.97e, Phryn.l.c., S.E.l.c. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0428.png Seite 428]] Beutelschneider sein, Plat. Rep. IX, 575 b u. Folgde; B. A. 30 βαλάντια ἀποτεμεῖν. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0428.png Seite 428]] Beutelschneider sein, Plat. Rep. IX, 575 b u. Folgde; B. A. 30 βαλάντια ἀποτεμεῖν. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=[[βαλαντιοτομῶ]] :<br />[[couper des bourses]], [[être coupe-bourse]].<br />'''Étymologie:''' [[βαλαντιοτόμος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βᾰλαντιοτομέω''': [[κόπτω]] καὶ [[κλέπτω]] βαλλάντια, Πλάτ. Πολ. 575Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 62· – καὶ βᾰλαντιο-[[τόμος]], ον, ὁ λαθραίως κόπτων τὸ βαλλ., Τηλεκλείδ. Ἡσ. 8, Ἔκφαντ. ἐν Ἀδήλ. 3, Πλάτ. Πολ. 552D· – ἀλλὰ πιθ. διορθωτέον βαλλ-· ἴδε ἐν λ. [[βαλλάντιον]]. | |lstext='''βᾰλαντιοτομέω''': [[κόπτω]] καὶ [[κλέπτω]] βαλλάντια, Πλάτ. Πολ. 575Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 62· – καὶ βᾰλαντιο-[[τόμος]], ον, ὁ λαθραίως κόπτων τὸ βαλλ., Τηλεκλείδ. Ἡσ. 8, Ἔκφαντ. ἐν Ἀδήλ. 3, Πλάτ. Πολ. 552D· – ἀλλὰ πιθ. διορθωτέον βαλλ-· ἴδε ἐν λ. [[βαλλάντιον]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''βᾰλαντιοτομέω:''' отрезывать кошельки, воровать Xen., Plat., Plut. | |elrutext='''βᾰλαντιοτομέω:''' [[отрезывать кошельки]], [[воровать]] Xen., Plat., Plut. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:27, 16 March 2024
English (LSJ)
be a cutpurse, cut purses, Pl.R.575b, X.Mem.1.2.62 (βαλλαντιοτομέω).
Spanish (DGE)
βαλλαντιοτομέω
• Alolema(s): βαλαντιοτομέω Phryn.PS 53.14, S.E.M.2.12
cortar bolsas, hurtar Pl.R.575b, X.Mem.1.262, Plu.2.97e, Phryn.l.c., S.E.l.c.
German (Pape)
[Seite 428] Beutelschneider sein, Plat. Rep. IX, 575 b u. Folgde; B. A. 30 βαλάντια ἀποτεμεῖν.
French (Bailly abrégé)
βαλαντιοτομῶ :
couper des bourses, être coupe-bourse.
Étymologie: βαλαντιοτόμος.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰλαντιοτομέω: κόπτω καὶ κλέπτω βαλλάντια, Πλάτ. Πολ. 575Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 62· – καὶ βᾰλαντιο-τόμος, ον, ὁ λαθραίως κόπτων τὸ βαλλ., Τηλεκλείδ. Ἡσ. 8, Ἔκφαντ. ἐν Ἀδήλ. 3, Πλάτ. Πολ. 552D· – ἀλλὰ πιθ. διορθωτέον βαλλ-· ἴδε ἐν λ. βαλλάντιον.
Russian (Dvoretsky)
βᾰλαντιοτομέω: отрезывать кошельки, воровать Xen., Plat., Plut.