ἑκατοντούτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(2)
mNo edit summary
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ekatontoytis
|Transliteration C=ekatontoytis
|Beta Code=e(katontou/ths
|Beta Code=e(katontou/ths
|Definition=ου, ὁ, contr. for <b class="b3">ἑκατονταέτης</b>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Macr.</span> 14</span> :—fem. ἑκᾰτοντ-οῦτις, ιδος, <span class="bibl">Ath.15.697e</span>.
|Definition=ἑκατοντούτου, ὁ, contr. for [[ἑκατονταέτης]] ([[of one hundred years]], [[of a century]], [[of a hundred years]], [[100 years old]], [[a hundred years old]]), Luc.''Macr.'' 14:—fem. [[ἑκατοντοῦτις]], ιδος, Ath.15.697e.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου<br />[[de cien años]] ἑ. γενόμενος al llegar a los cien años</i> Luc.<i>Macr</i>.14, cf. Philostr.<i>VA</i> 1.14, Hippol.<i>Haer</i>.10.30.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0753.png Seite 753]] zsgzgn aus [[ἑκατονταέτης]], ὁ, hundertjährig, Luc. Macrob. 14.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0753.png Seite 753]] zsgzgn aus [[ἑκατονταέτης]], ὁ, [[hundertjährig]], Luc. Macrob. 14.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />[[de cent ans]], [[séculaire]].<br />'''Étymologie:''' [[ἑκατόν]], [[ἔτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑκατοντούτης:''' Pind. = [[ἑκατονταέτης]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑκατοντούτης''': -ου, συνῃρ. ἀντὶ [[ἑκατονταετής]], Λουκ. Μακρόβ. 14· θηλ. ἑκατοντοῦτις, -ιδος, Ἀθήν. 697F.
|lstext='''ἑκατοντούτης''': -ου, συνῃρ. ἀντὶ [[ἑκατονταετής]], Λουκ. Μακρόβ. 14· θηλ. ἑκατοντοῦτις, -ιδος, Ἀθήν. 697F.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />de cent ans, séculaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἑκατόν]], [[ἔτος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ου<br />[[de cien años]] ἑ. γενόμενος al llegar a los cien años</i> Luc.<i>Macr</i>.14, cf. Philostr.<i>VA</i> 1.14, Hippol.<i>Haer</i>.10.30.3.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. εκατοντούτις) (Α [[ἑκατοντούτης]], θηλ. ἑκατοντοῡτις)<br />αυτός που έχει [[ηλικία]] [[εκατό]] χρόνων.
|mltxt=ο (θηλ. εκατοντούτις) (Α [[ἑκατοντούτης]], θηλ. ἑκατοντοῦτις)<br />αυτός που έχει [[ηλικία]] [[εκατό]] χρόνων.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑκᾰτοντούτης:''' -ου, ὁ, συνηρ. αντί [[ἑκατονταετής]], σε Λουκ.
|lsmtext='''ἑκᾰτοντούτης:''' -ου, ὁ, συνηρ. αντί [[ἑκατονταετής]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{mdlsj
|elrutext='''ἑκατοντούτης:''' Pind. = [[ἑκατονταέτης]].
|mdlsjtxt=ἑκᾰτοντ-ούτης, ου, [contr. for [[ἑκατονταετής]], Luc.]
}}
}}

Latest revision as of 11:43, 8 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκᾰτοντούτης Medium diacritics: ἑκατοντούτης Low diacritics: εκατοντούτης Capitals: ΕΚΑΤΟΝΤΟΥΤΗΣ
Transliteration A: hekatontoútēs Transliteration B: hekatontoutēs Transliteration C: ekatontoytis Beta Code: e(katontou/ths

English (LSJ)

ἑκατοντούτου, ὁ, contr. for ἑκατονταέτης (of one hundred years, of a century, of a hundred years, 100 years old, a hundred years old), Luc.Macr. 14:—fem. ἑκατοντοῦτις, ιδος, Ath.15.697e.

Spanish (DGE)

-ου
de cien años ἑ. γενόμενος al llegar a los cien años Luc.Macr.14, cf. Philostr.VA 1.14, Hippol.Haer.10.30.3.

German (Pape)

[Seite 753] zsgzgn aus ἑκατονταέτης, ὁ, hundertjährig, Luc. Macrob. 14.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
de cent ans, séculaire.
Étymologie: ἑκατόν, ἔτος.

Russian (Dvoretsky)

ἑκατοντούτης: Pind. = ἑκατονταέτης.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκατοντούτης: -ου, συνῃρ. ἀντὶ ἑκατονταετής, Λουκ. Μακρόβ. 14· θηλ. ἑκατοντοῦτις, -ιδος, Ἀθήν. 697F.

Greek Monolingual

ο (θηλ. εκατοντούτις) (Α ἑκατοντούτης, θηλ. ἑκατοντοῦτις)
αυτός που έχει ηλικία εκατό χρόνων.

Greek Monotonic

ἑκᾰτοντούτης: -ου, ὁ, συνηρ. αντί ἑκατονταετής, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἑκᾰτοντ-ούτης, ου, [contr. for ἑκατονταετής, Luc.]