μοχλευτής: Difference between revisions
πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear
(3) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mochleftis | |Transliteration C=mochleftis | ||
|Beta Code=moxleuth/s | |Beta Code=moxleuth/s | ||
|Definition= | |Definition=μοχλευτοῦ, ὁ, [[one who heaves by a lever]]: hence Com. <b class="b3">γῆς καὶ θαλάσσης μ.</b> [[he who makes]] earth and sea [[to heave]], Ar.''Nu.''567; <b class="b3">ὦ καινῶν ἐπῶν… μοχλευτά</b> [[O thou who heavest up]] new words, ib.1397. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0212.png Seite 212]] ὁ, der mit dem Hebel schwere Lasten hebt u. fortbewegt, Ar. γῆς καὶ θαλάσσης, Zeus, Nubb. 599, u. kom., καινῶν ἐπῶν κινητὰ καὶ μοχλευτά, neuer Worte Beweger u. Hebler, 1379; einzeln bei Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0212.png Seite 212]] ὁ, der mit dem Hebel schwere Lasten hebt u. fortbewegt, Ar. γῆς καὶ θαλάσσης, Zeus, Nubb. 599, u. kom., καινῶν ἐπῶν κινητὰ καὶ μοχλευτά, neuer Worte Beweger u. Hebler, 1379; einzeln bei Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />[[qui soulève avec un levier]].<br />'''Étymologie:''' [[μοχλεύω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μοχλευτής:''' οῦ ὁ [[воздыматель]]: γῆς καὶ θαλάσσης μ. Arph. потрясатель земли и неба (= [[Ποσειδῶν]]); καινῶν ἐπῶν μ. ирон. Arph. воздыматель, т. е. творец новых слов. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μοχλευτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ὑψώνων ἢ μετακινῶν διὰ μοχλοῦ· [[ἐντεῦθεν]] αἱ κωμ. φράσεις: γῆς καὶ θαλάσσης μ., ὁ ἀνακινῶν ἢ μετακινῶν γῆν καὶ θάλασσαν, Ἀριστοφ. Νεφ. 567· καινῶν ἐπῶν... [[μοχλευτής]], ὁ ἀνακινῶν, παρουσιάζων εἰς τὸ [[μέσον]] [[νέας]] λέξεις, ὁ αὐτ. ἐν 1397· πρβλ. Πόρσ. Εὐρ. Μήδ. 1314. | |lstext='''μοχλευτής''': -οῦ, ὁ, ὁ ὑψώνων ἢ μετακινῶν διὰ μοχλοῦ· [[ἐντεῦθεν]] αἱ κωμ. φράσεις: γῆς καὶ θαλάσσης μ., ὁ ἀνακινῶν ἢ μετακινῶν γῆν καὶ θάλασσαν, Ἀριστοφ. Νεφ. 567· καινῶν ἐπῶν... [[μοχλευτής]], ὁ ἀνακινῶν, παρουσιάζων εἰς τὸ [[μέσον]] [[νέας]] λέξεις, ὁ αὐτ. ἐν 1397· πρβλ. Πόρσ. Εὐρ. Μήδ. 1314. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''μοχλευτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που ανυψώνει [[κάτι]] με το [[εργαλείο]] του μοχλού, γῆς καὶ θαλάσσης [[μοχλευτής]], αυτός που κάνει τη γη και τη [[θάλασσα]] να ανυψώνονται, σε Αριστοφ.· <i>καινῶν ἐπῶνμοχλευτής</i>, αυτός που ανακινεί, που εμφανίζει [[νέες]] λέξεις, στον ίδ. | |lsmtext='''μοχλευτής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που ανυψώνει [[κάτι]] με το [[εργαλείο]] του μοχλού, γῆς καὶ θαλάσσης [[μοχλευτής]], αυτός που κάνει τη γη και τη [[θάλασσα]] να ανυψώνονται, σε Αριστοφ.· <i>καινῶν ἐπῶνμοχλευτής</i>, αυτός που ανακινεί, που εμφανίζει [[νέες]] λέξεις, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=[[μοχλευτής]], οῦ, ὁ,<br />one who heaves by a [[lever]], γῆς καὶ θαλάσσης μ. he who makes [[earth]] and sea to [[heave]], Ar.; καινῶν ἐπῶν μ. one who heaves up new words, Ar. [from [[μοχλεύω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:47, 25 August 2023
English (LSJ)
μοχλευτοῦ, ὁ, one who heaves by a lever: hence Com. γῆς καὶ θαλάσσης μ. he who makes earth and sea to heave, Ar.Nu.567; ὦ καινῶν ἐπῶν… μοχλευτά O thou who heavest up new words, ib.1397.
German (Pape)
[Seite 212] ὁ, der mit dem Hebel schwere Lasten hebt u. fortbewegt, Ar. γῆς καὶ θαλάσσης, Zeus, Nubb. 599, u. kom., καινῶν ἐπῶν κινητὰ καὶ μοχλευτά, neuer Worte Beweger u. Hebler, 1379; einzeln bei Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui soulève avec un levier.
Étymologie: μοχλεύω.
Russian (Dvoretsky)
μοχλευτής: οῦ ὁ воздыматель: γῆς καὶ θαλάσσης μ. Arph. потрясатель земли и неба (= Ποσειδῶν); καινῶν ἐπῶν μ. ирон. Arph. воздыматель, т. е. творец новых слов.
Greek (Liddell-Scott)
μοχλευτής: -οῦ, ὁ, ὁ ὑψώνων ἢ μετακινῶν διὰ μοχλοῦ· ἐντεῦθεν αἱ κωμ. φράσεις: γῆς καὶ θαλάσσης μ., ὁ ἀνακινῶν ἢ μετακινῶν γῆν καὶ θάλασσαν, Ἀριστοφ. Νεφ. 567· καινῶν ἐπῶν... μοχλευτής, ὁ ἀνακινῶν, παρουσιάζων εἰς τὸ μέσον νέας λέξεις, ὁ αὐτ. ἐν 1397· πρβλ. Πόρσ. Εὐρ. Μήδ. 1314.
Greek Monolingual
μοχλευτής, ὁ (Α) μοχλεύω
αυτός που υψώνει, μετακινεί ή μετατοπίζει κάτι χρησιμοποιώντας μοχλό.
Greek Monotonic
μοχλευτής: -οῦ, ὁ, αυτός που ανυψώνει κάτι με το εργαλείο του μοχλού, γῆς καὶ θαλάσσης μοχλευτής, αυτός που κάνει τη γη και τη θάλασσα να ανυψώνονται, σε Αριστοφ.· καινῶν ἐπῶνμοχλευτής, αυτός που ανακινεί, που εμφανίζει νέες λέξεις, στον ίδ.
Middle Liddell
μοχλευτής, οῦ, ὁ,
one who heaves by a lever, γῆς καὶ θαλάσσης μ. he who makes earth and sea to heave, Ar.; καινῶν ἐπῶν μ. one who heaves up new words, Ar. [from μοχλεύω