ῥητίνη: Difference between revisions
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
(4) |
|||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ritini | |Transliteration C=ritini | ||
|Beta Code=r(hti/nh | |Beta Code=r(hti/nh | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῑ], ἡ, [[resin of the pine]], Hp.''Art.''63, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''617a19, [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 9.2.1, al., Nic.''Al.''300,554, Dsc.1.71, etc. (Prob. a foreign word.) | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0841.png Seite 841]] ἡ, Harz, Gummi, lat. resina, weil es von selbst aus den Bäumen fließt (ῥεῖ); Arist. H. A. 9, 10; Pol. 5, 89, 9; Nic. Al. 300. 567; Theophr.; Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0841.png Seite 841]] ἡ, Harz, Gummi, lat. resina, weil es von selbst aus den Bäumen fließt (ῥεῖ); Arist. H. A. 9, 10; Pol. 5, 89, 9; Nic. Al. 300. 567; Theophr.; Sp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ῥητίνη:''' ἡ [[ῥέω]] I] камедь, древесная смола Arst., Polyb. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 22: | Line 25: | ||
|mltxt=η / [[ῥητίνη]], ΝΑ<br />η [[φυσική]] [[ρητίνη]] και [[ιδίως]] του πεύκου, το [[ρετσίνι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>οι ρητίνες</i><br /><b>χημ.</b> [[ασαφής]] συνοπτική [[ονομασία]] μακρομοριακών χημικών ενώσεων φυσικής ή συνθετικής προέλευσης που έχουν τη [[μορφή]] στερεού ή παχύρρευστου υγρού και χρησιμοποιούνται στις βιομηχανίες πλαστικών υλών, βαφών, μελανιών, βερνικιών, συγκολλητικών υλών κ.λπ.<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[φυσική]] [[ρητίνη]]»<br />(βοτ.-χημ.) [[μίγμα]] ενώσεων μεγάλου μοριακού βάρους το οποίο εκκρέει από ορισμένα φυτά, [[ιδίως]] τα κωνοφόρα, όταν αυτά τραυματιστούν στον φλοιό τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθανότατα για δάνεια λ., όπως και το λατ. <i>resina</i> (<b>πρβλ.</b> λ. [[ρετσίνα]])]. | |mltxt=η / [[ῥητίνη]], ΝΑ<br />η [[φυσική]] [[ρητίνη]] και [[ιδίως]] του πεύκου, το [[ρετσίνι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>οι ρητίνες</i><br /><b>χημ.</b> [[ασαφής]] συνοπτική [[ονομασία]] μακρομοριακών χημικών ενώσεων φυσικής ή συνθετικής προέλευσης που έχουν τη [[μορφή]] στερεού ή παχύρρευστου υγρού και χρησιμοποιούνται στις βιομηχανίες πλαστικών υλών, βαφών, μελανιών, βερνικιών, συγκολλητικών υλών κ.λπ.<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[φυσική]] [[ρητίνη]]»<br />(βοτ.-χημ.) [[μίγμα]] ενώσεων μεγάλου μοριακού βάρους το οποίο εκκρέει από ορισμένα φυτά, [[ιδίως]] τα κωνοφόρα, όταν αυτά τραυματιστούν στον φλοιό τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθανότατα για δάνεια λ., όπως και το λατ. <i>resina</i> (<b>πρβλ.</b> λ. [[ρετσίνα]])]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{etym | ||
| | |etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[resin]], [[fir resin]] (Hp., Arist., Thphr.), <b class="b3">ῥητινό-κηρον</b> n. [[wax dissolved in resin]] (medic.); on the neuter gender cf. [[βούτυρον]].<br />Derivatives: <b class="b3">ῥητιν-ώδης</b> [[resinous]], <b class="b3">-ίτης οἶνος</b> [[resinous wine]] (Dsc.; Redard 98), <b class="b3">-ίζω</b> [[be resinous]] (Dsc.), <b class="b3">-όομαι</b> to [[be made resinous]] (Hp., Dsc.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: With the formations in <b class="b3">-ινος</b>, <b class="b3">-ινη</b> there are both inherited and Pre-Greek words (Chantraine Form. 204f., Schwyzer 491). No connection, prob. Pre-Greek. The comparison with Lat. [[rasis]] f. [[a kind of raw]], [[to dust pulverized pitch]], [[which was mixed with wine]] (Walde and W.-Hofmann [[sub verbo|s.v.]] as supposed LW [loanword] from <b class="b3">*ῥάσις</b>) is uncertain. -- Lat. [[rēsīna]] continues a dial. byform <b class="b3">*ῥησίνα</b> (Leumann Lat. Gr. 141). The variant in Latin shows that this is a Pre-Greek word; cf. Furnée 261. | ||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''ῥητίνη''': {rhētí̄nē}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Harz]], [[Tannenharz]] (Hp., Arist., Thphr. u.a.), [[ῥητινόκηρον]] n. [[in Harz aufgelöstes Wachs]] (Mediz.); zum neutr. Genus vgl. [[βούτυρον]].<br />'''Derivative''': Davon [[ῥητινώδης]] [[harzig]], -ίτης [[οἶνος]] [[geharzter Wein]] (Dsk.; Redard 98), -ίζω [[harzig sein]] (Dsk.), -όομαι [[geharzt werden]] (Hp., Dsk.).<br />'''Etymology''' : Unter den Bildungen auf -ινος, -ινη gibt es sowohl Erb- wie Lehnwörter (Chantraine Form. 204f., Schwyzer 491). Ohne Anknüpfung, wohl LW. Der Vergleich mit lat. ''rasis'' f. [[eine Art rohes]], [[zu Staub zerstoßenes Pech]], [[das dem Wein beigemischt wurde]] (Walde und W.-Hofmann [[sub verbo|s.v.]] als angebl. LW aus *ῥάσις) ist wenig greifbar. — Lat. ''rēsīna'' setzt eine dial. Nebenform *ῥησίνα voraus (Leumann Lat. Gr. 141).<br />'''Page''' 2,654 | |||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=ἡ [[resina]] de pino τὴν βοτάνην θυμιάσας ῥητίνῃ ἐκ πίτυος <b class="b3">quemando la planta con resina de pino</b> P IV 2970 ἐγὼ νίζω σε ῥητίνῃ ὡς καὶ τοὺς θεούς, ... συναγνίθητι ἐπευχῇ <b class="b3">yo te lavo con resina como a los dioses, queda purificada también con mi súplica</b> P IV 2996 λαβὼν ῥύπου ἀπὸ σανδαλίου σου καὶ ῥητίνης καὶ κόπρου περιστερᾶς λευκῆς ἴσα ἰσῶν ἐπίθυε <b class="b3">toma suciedad de tu sandalia, resina y excremento de una paloma blanca a partes iguales y haz la ofrenda</b> P VII 485 como componente del cojín del Acéfalo ἐπικαλοῦμαί σε, τὸν ἀκέφαλον θεόν, ... πρὸς κεφαλῆς ἔχων ὑπαγκώνιον ῥητίνης καὶ ἀσφάλτου <b class="b3">te invoco a ti, el dios acéfalo, el que tiene en la cabeza un cojín de resina y asfalto</b> P VII 238 P VIII 98 SM 90 fr.D.11 | |||
}} | }} |
Latest revision as of 22:25, 24 November 2023
English (LSJ)
[ῑ], ἡ, resin of the pine, Hp.Art.63, Arist.HA617a19, Thphr. HP 9.2.1, al., Nic.Al.300,554, Dsc.1.71, etc. (Prob. a foreign word.)
German (Pape)
[Seite 841] ἡ, Harz, Gummi, lat. resina, weil es von selbst aus den Bäumen fließt (ῥεῖ); Arist. H. A. 9, 10; Pol. 5, 89, 9; Nic. Al. 300. 567; Theophr.; Sp.
Russian (Dvoretsky)
ῥητίνη: ἡ ῥέω I] камедь, древесная смола Arst., Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
ῥητίνη: ἡ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ῥετσῖνα», ἡ ἐκ πεύκης ῥέουσα, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 829, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 20, Θεοφρ. Φυτ. Ἱστ. 9, 2, 1, κτλ. (Κατὰ τὸν Ἰσίδωρ. ἐκ τοῦ ῥέω, ἡ ἐκρέουσα ἀπὸ τοῦ δένδρου· ἀλλ’ ἕτεροι νομίζουσι τὴν λέξιν ξένην.) [ῑ, Νικ. Ἀλεξιφ. 300, 567· οὕτω Λατ. resīna, Mart. 12. 32.]
Spanish
Greek Monolingual
η / ῥητίνη, ΝΑ
η φυσική ρητίνη και ιδίως του πεύκου, το ρετσίνι
νεοελλ.
1. συν. στον πληθ. οι ρητίνες
χημ. ασαφής συνοπτική ονομασία μακρομοριακών χημικών ενώσεων φυσικής ή συνθετικής προέλευσης που έχουν τη μορφή στερεού ή παχύρρευστου υγρού και χρησιμοποιούνται στις βιομηχανίες πλαστικών υλών, βαφών, μελανιών, βερνικιών, συγκολλητικών υλών κ.λπ.
2. φρ. «φυσική ρητίνη»
(βοτ.-χημ.) μίγμα ενώσεων μεγάλου μοριακού βάρους το οποίο εκκρέει από ορισμένα φυτά, ιδίως τα κωνοφόρα, όταν αυτά τραυματιστούν στον φλοιό τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθανότατα για δάνεια λ., όπως και το λατ. resina (πρβλ. λ. ρετσίνα)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: resin, fir resin (Hp., Arist., Thphr.), ῥητινό-κηρον n. wax dissolved in resin (medic.); on the neuter gender cf. βούτυρον.
Derivatives: ῥητιν-ώδης resinous, -ίτης οἶνος resinous wine (Dsc.; Redard 98), -ίζω be resinous (Dsc.), -όομαι to be made resinous (Hp., Dsc.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: With the formations in -ινος, -ινη there are both inherited and Pre-Greek words (Chantraine Form. 204f., Schwyzer 491). No connection, prob. Pre-Greek. The comparison with Lat. rasis f. a kind of raw, to dust pulverized pitch, which was mixed with wine (Walde and W.-Hofmann s.v. as supposed LW [loanword] from *ῥάσις) is uncertain. -- Lat. rēsīna continues a dial. byform *ῥησίνα (Leumann Lat. Gr. 141). The variant in Latin shows that this is a Pre-Greek word; cf. Furnée 261.
Frisk Etymology German
ῥητίνη: {rhētí̄nē}
Grammar: f.
Meaning: Harz, Tannenharz (Hp., Arist., Thphr. u.a.), ῥητινόκηρον n. in Harz aufgelöstes Wachs (Mediz.); zum neutr. Genus vgl. βούτυρον.
Derivative: Davon ῥητινώδης harzig, -ίτης οἶνος geharzter Wein (Dsk.; Redard 98), -ίζω harzig sein (Dsk.), -όομαι geharzt werden (Hp., Dsk.).
Etymology : Unter den Bildungen auf -ινος, -ινη gibt es sowohl Erb- wie Lehnwörter (Chantraine Form. 204f., Schwyzer 491). Ohne Anknüpfung, wohl LW. Der Vergleich mit lat. rasis f. eine Art rohes, zu Staub zerstoßenes Pech, das dem Wein beigemischt wurde (Walde und W.-Hofmann s.v. als angebl. LW aus *ῥάσις) ist wenig greifbar. — Lat. rēsīna setzt eine dial. Nebenform *ῥησίνα voraus (Leumann Lat. Gr. 141).
Page 2,654
Léxico de magia
ἡ resina de pino τὴν βοτάνην θυμιάσας ῥητίνῃ ἐκ πίτυος quemando la planta con resina de pino P IV 2970 ἐγὼ νίζω σε ῥητίνῃ ὡς καὶ τοὺς θεούς, ... συναγνίθητι ἐπευχῇ yo te lavo con resina como a los dioses, queda purificada también con mi súplica P IV 2996 λαβὼν ῥύπου ἀπὸ σανδαλίου σου καὶ ῥητίνης καὶ κόπρου περιστερᾶς λευκῆς ἴσα ἰσῶν ἐπίθυε toma suciedad de tu sandalia, resina y excremento de una paloma blanca a partes iguales y haz la ofrenda P VII 485 como componente del cojín del Acéfalo ἐπικαλοῦμαί σε, τὸν ἀκέφαλον θεόν, ... πρὸς κεφαλῆς ἔχων ὑπαγκώνιον ῥητίνης καὶ ἀσφάλτου te invoco a ti, el dios acéfalo, el que tiene en la cabeza un cojín de resina y asfalto P VII 238 P VIII 98 SM 90 fr.D.11