ἀνάπειρα: Difference between revisions
m (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)") |
m (Text replacement - "Uebung" to "Übung") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=anapeira | |Transliteration C=anapeira | ||
|Beta Code=a)na/peira | |Beta Code=a)na/peira | ||
|Definition=ἡ, <span class=" | |Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[trial]], [[proof]], πλοίων Plb.25.4.8, cf. Callix.1.<br><span class="bld">II</span> in plural, [[exercises]], -ρας ποιῶν τοῖς πληρώμασι Plb.1.59.12.<br><span class="bld">III</span> <b class="b3">ἀνάπειρα· ῥυθμὸς αὐλητικός</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. ἀμπ- Str.9.3.10<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[prueba]] πλοίων Plb.25.4.8, cf. Callix.1.<br /><b class="num">2</b> en plu. [[maniobras navales]] Plb.1.59.12, 5.2.4, 10.20.6.<br /><b class="num">II</b> mús. [[preludio]] Plu.2.1143c<br /><b class="num">•</b>pero [[la parte que va después del preludio]] Str.l.c., cf. [[ἀνάπειρα]]· ῥυθμὸς [[αὐλητικός]] Hsch. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0201.png Seite 201]] ἡ, Probe, πλοίων, Pol. 26, 7; | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0201.png Seite 201]] ἡ, Probe, πλοίων, Pol. 26, 7; Übung, καὶ μελέται, 10, 20; ἀναπείρας ποιεῖσθαι, exereiren, neben γυμνάζειν τοὺς στρατιώτας, Diod. S. 18, 38 u. öfter; [[ἄμπειρα]], Strab. IX, 3, 421. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνάπειρα:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[испытание]], [[испробование]] (πλοίων Polyb.);<br /><b class="num">2</b> pl. [[военные упражнения]] (ἀνάπειραι καὶ εἰρεσίαι Polyb.; ἀναπείρας ποιεῖσθαι Diod.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνάπειρα''': ἡ, τὸ λαμβάνειν πεῖράν τινος, δοκιμάζειν, τὴν ἀνάπειραν τῶν πλοίων Πολύβ. 26. 7. 8· ἐν τῷ μικρῷ λιμένι τὰς ἀναπείρας ἐποιοῦντο Διόδ. 13. 8. ΙΙ. κατὰ πληθ., ἀσκήσεις στρατιωτῶν, Πολύβ. 10. 20, 6. | |lstext='''ἀνάπειρα''': ἡ, τὸ λαμβάνειν πεῖράν τινος, δοκιμάζειν, τὴν ἀνάπειραν τῶν πλοίων Πολύβ. 26. 7. 8· ἐν τῷ μικρῷ λιμένι τὰς ἀναπείρας ἐποιοῦντο Διόδ. 13. 8. ΙΙ. κατὰ πληθ., ἀσκήσεις στρατιωτῶν, Πολύβ. 10. 20, 6. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνάπειρα]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[δοκιμή]], [[πρόβα]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>aἱ ἀνάπηραι</i><br />ομαδικές γυμναστικές ασκήσεις, στρατιωτικά γυμνάσια<br /><b>3.</b> [[κατά]] τον Ησύχιο, «[[ρυθμός]] [[αυλητικός]]»<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀναπειρῶμαι</i>, με υποχωρητικό σχηματισμό ( | |mltxt=[[ἀνάπειρα]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[δοκιμή]], [[πρόβα]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>aἱ ἀνάπηραι</i><br />ομαδικές γυμναστικές ασκήσεις, στρατιωτικά γυμνάσια<br /><b>3.</b> [[κατά]] τον Ησύχιο, «[[ρυθμός]] [[αυλητικός]]»<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀναπειρῶμαι</i>, με υποχωρητικό σχηματισμό ([[πρβλ]]. [[διάπειρα]] <span style="color: red;"><</span> <i>διαπειρῶμαι</i>)]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 05:37, 26 September 2023
English (LSJ)
ἡ,
A trial, proof, πλοίων Plb.25.4.8, cf. Callix.1.
II in plural, exercises, -ρας ποιῶν τοῖς πληρώμασι Plb.1.59.12.
III ἀνάπειρα· ῥυθμὸς αὐλητικός, Hsch.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): tb. ἀμπ- Str.9.3.10
I 1prueba πλοίων Plb.25.4.8, cf. Callix.1.
2 en plu. maniobras navales Plb.1.59.12, 5.2.4, 10.20.6.
II mús. preludio Plu.2.1143c
•pero la parte que va después del preludio Str.l.c., cf. ἀνάπειρα· ῥυθμὸς αὐλητικός Hsch.
German (Pape)
[Seite 201] ἡ, Probe, πλοίων, Pol. 26, 7; Übung, καὶ μελέται, 10, 20; ἀναπείρας ποιεῖσθαι, exereiren, neben γυμνάζειν τοὺς στρατιώτας, Diod. S. 18, 38 u. öfter; ἄμπειρα, Strab. IX, 3, 421.
Russian (Dvoretsky)
ἀνάπειρα: ἡ
1 испытание, испробование (πλοίων Polyb.);
2 pl. военные упражнения (ἀνάπειραι καὶ εἰρεσίαι Polyb.; ἀναπείρας ποιεῖσθαι Diod.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάπειρα: ἡ, τὸ λαμβάνειν πεῖράν τινος, δοκιμάζειν, τὴν ἀνάπειραν τῶν πλοίων Πολύβ. 26. 7. 8· ἐν τῷ μικρῷ λιμένι τὰς ἀναπείρας ἐποιοῦντο Διόδ. 13. 8. ΙΙ. κατὰ πληθ., ἀσκήσεις στρατιωτῶν, Πολύβ. 10. 20, 6.
Greek Monolingual
ἀνάπειρα, η (Α)
1. δοκιμή, πρόβα
2. στον πληθ. aἱ ἀνάπηραι
ομαδικές γυμναστικές ασκήσεις, στρατιωτικά γυμνάσια
3. κατά τον Ησύχιο, «ρυθμός αυλητικός»
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναπειρῶμαι, με υποχωρητικό σχηματισμό (πρβλ. διάπειρα < διαπειρῶμαι)].