Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άπειμι: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄπειμι]] (AM) [[ειμί]]<br /><b>1.</b> βρίσκομαι [[μακριά]] από [[κάπου]]<br /><b>2.</b> δεν [[παρευρίσκομαι]] [[κάπου]], [[είμαι]] [[απών]]<br /><b>3.</b> [[λείπω]] ή δεν συνυπολογίζομαι<br /><b>4.</b> (η ευκτ.) <i>ἀπείη</i><br />ὃ μὴ γένοιτο<br /><b>5.</b> η [[μετοχή]] ενεστ. ([[απών]], <i>απούσα</i>, <i>απόν</i> αρχ. -μσν., ἀπών, ἀποῡσα, ἀπόν)<br />αυτός που απουσιάζει, που δεν [[είναι]] [[παρών]] [[κάπου]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἄπειμι]] (AM) [[είμι]]<br /><b>1.</b> [[αποχωρώ]], [[φεύγω]]<br /><b>2.</b> [[βγαίνω]] απ' το [[σπίτι]] για να μετάσχω σε κάποια [[εκδήλωση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>απρόσ.</b> <i>ἀπῄει</i><br />θα οδηγούσε στο να..., [[σχεδόν]] θα...<br /><b>αρχ.</b><br />[[δραπετεύω]] ή [[αυτομολώ]]<br /><b>2.</b> [[ξαναγυρίζω]], [[επιστρέφω]]<br /><b>3.</b> [[φεύγω]] για [[πάντα]], [[πεθαίνω]]<br /><b>4.</b> αποβάλλομαι, εκκρίνομαι.
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἄπειμι]] (AM) [[ειμί]]<br /><b>1.</b> βρίσκομαι [[μακριά]] από [[κάπου]]<br /><b>2.</b> δεν [[παρευρίσκομαι]] [[κάπου]], [[είμαι]] [[απών]]<br /><b>3.</b> [[λείπω]] ή δεν συνυπολογίζομαι<br /><b>4.</b> (η ευκτ.) <i>ἀπείη</i><br />ὃ μὴ γένοιτο<br /><b>5.</b> η [[μετοχή]] ενεστ. ([[απών]], <i>απούσα</i>, <i>απόν</i> αρχ. -μσν., ἀπών, ἀποῦσα, ἀπόν)<br />αυτός που απουσιάζει, που δεν [[είναι]] [[παρών]] [[κάπου]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἄπειμι]] (AM) [[είμι]]<br /><b>1.</b> [[αποχωρώ]], [[φεύγω]]<br /><b>2.</b> [[βγαίνω]] απ' το [[σπίτι]] για να μετάσχω σε κάποια [[εκδήλωση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>απρόσ.</b> <i>ἀπῄει</i><br />θα οδηγούσε στο να..., [[σχεδόν]] θα...<br /><b>αρχ.</b><br />[[δραπετεύω]] ή [[αυτομολώ]]<br /><b>2.</b> [[ξαναγυρίζω]], [[επιστρέφω]]<br /><b>3.</b> [[φεύγω]] για [[πάντα]], [[πεθαίνω]]<br /><b>4.</b> αποβάλλομαι, εκκρίνομαι.
}}
}}

Latest revision as of 20:00, 13 June 2022

Greek Monolingual

(I)
ἄπειμι (AM) ειμί
1. βρίσκομαι μακριά από κάπου
2. δεν παρευρίσκομαι κάπου, είμαι απών
3. λείπω ή δεν συνυπολογίζομαι
4. (η ευκτ.) ἀπείη
ὃ μὴ γένοιτο
5. η μετοχή ενεστ. (απών, απούσα, απόν αρχ. -μσν., ἀπών, ἀποῦσα, ἀπόν)
αυτός που απουσιάζει, που δεν είναι παρών κάπου.
(II)
ἄπειμι (AM) είμι
1. αποχωρώ, φεύγω
2. βγαίνω απ' το σπίτι για να μετάσχω σε κάποια εκδήλωση
μσν.
απρόσ. ἀπῄει
θα οδηγούσε στο να..., σχεδόν θα...
αρχ.
δραπετεύω ή αυτομολώ
2. ξαναγυρίζω, επιστρέφω
3. φεύγω για πάντα, πεθαίνω
4. αποβάλλομαι, εκκρίνομαι.